Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

The Yellow Rolls-Royce (1964)

The Yellow Rolls-Royce (1964)
Η Κίτρινη Ρολς Ρόις



Του Anthony Asquith

Παίζουν: Rex Harrison, Jeanne Moreau, Shirley MacLaine, Alain Delon, George C. Scott, Omar Sharif, Ingrid Bergman, και άλλοι.
Υπότιτλοι από τον Γιάννη από Ανάβυσσο

Η τελευταία ταινία του Anthony Asquith είναι μια σπονδυλωτή ταινία αποτελούμενοι από τρία μέρη με πολλούς γνωστούς πρωταγωνιστές που στην εποχή της σημείωσε αρκετή επιτυχία, σήμερα όμως θεωρείται ξεπερασμένη και κουραστική. Τους υπότιτλους τους έκανα διότι η ταινία έχει ακόμα φανατικούς θαυμαστές που παρακαλούσαν γι αυτούς.


Το σενάριο μας παρουσιάζει την ιστορία μιας Ρολς Ρόις (κίτρινης), που άλλαζε διαδοχικά κατόχους. Πρώτος ιδιοκτήτης που την αγόρασε καινούργια από την αντιπροσωπία ήταν ο Μαρκήσιος του Frinton ( Rex Harrison )ο οποίος την αγόρασε για την Γαλλίδα σύζυγό του (Jeanne Moreau ) ως δώρο για την 10η επέτειο του γάμου τους.


 Ο Μαρκήσιος φαίνεται να υπεραγαπά την γυναίκα του, έχει δε και ένα πάθος με τις ιπποδρομίες. Ως ιδιοκτήτης αλόγου προσδοκεί να κερδίσει το Χρυσό Κύπελλο. Τελικά τα καταφέρνει αλλά η χαρά του του βγαίνει ξινή.


 Ψάχνοντας την γυναίκα του για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα, Την βρίσκει να τον απατά μέσα στην Ρολς Ρόις με έναν νεαρό υφιστάμενό του. Η πίκρα του είναι μεγάλη, η κοινωνική του όμως θέση δεν του επιτρέπει το διαζύγιο. Θα εξακολουθήσει λοιπόν να ζει συμβατικά με την γυναίκα του, δίνει όμως εντολή να πουληθεί η στην Ρολς Ρόις, διότι θα του θυμίζει συνέχεα το συμβάν.


Για μένα η πρώτη αυτή ιστορία είναι και η αξιοπρεπέστερη  από τις τρεις.
Και αφού η στην Ρολς Ρόις  άλλαξε κάμποσους ιδιοκτήτες, καταλήγει σε κατάστημα πωλήσεων πολυτελών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην Ιταλία. Εκεί έχει έλθει και ο Ιταλοαμερικανικός γκάνγκστερ Paolo Maltese ( George C. Scott), με τον βοηθό του Joey Friedlander ( Art Carney ) και το κορίτσι του, την Mae Jenkins (Shirley MacLaine), με σκοπό την εντρυφήσει στη Ιταλική κουλτούρα και να την παρουσιάσει ως μέλλουσα σύζυγό του στην οικογένειά του.


Την κοπέλα όμως δεν φαίνεται να την ενδιαφέρει η κουλτούρα και είναι βαριεστημένη. Ο Paolo επισκέπτεται το κατάστημα αυτοκινήτων με σκοπό να αγοράσει όχημα για να κινούνται όσο θα βρίσκονται στη Ιταλία. Η Mae εντυπωσιάζεται με την Ρολς Ρόις και πείθει τον Paolo να την αγοράσουν. Στο δρόμο μπλέκεται στην παρέα τους ο Stefano (Alain Delon). Είναι ένας νεαρός φωτογράφος ο οποίος κερδίζει τα προς το ζην κάνοντας τον εραστή σε τουρίστριες.


Ο Paolo πρέπει να φύγει ξαφνικά για την Αμερική για κάποια επείγουσα δουλειά που προέκυψε. (Να καθαρίσει κάποιον). Δίνει λοιπόν εντολή στον βοηθό του να προσέχει την κοπέλα του μέχρι να επιστρέψει. Κατά την απουσία του όμως, αναπτύσσεται ερωτικό αίσθημα μεταξύ του Stefano και της Mae.


 Όταν όμως ο Paolo επιστρέφει, ο Joey μιλά την φωνή της λογικής και πείθει την Mae να διακόψει με τον Stefano για να μην κιντυνεύσει η ζωή του ή η δική της. Έτσι αυτή δεν λέει την αλήθεια στον Stefano και παίζει θέατρο ότι τάχα τον βαρέθηκε. Έτσι αυτός αισθάνεται για πρώτη φορά απογοητευμένος ενώ η Mae ευχαριστεί τον Joey για την συμπαράστασή του.
Για το επεισόδιο αυτό να πούμε πως την παρτίδα σώζει η Shirley MacLaine, η οποία με την φρεσκάδα και ζωηράδα της είναι αισθητά καλλίτερη από τους υπόλοιπους.


Ο Alain Delon δείχνει έναν κάπως ναρκισσιστικό χαρακτήρα, νομίζοντας ότι αυτός είναι πολύ πιο ικανός από τον ρόλο που του αναθέσανε.


 Όσο γι αυτούς που παίζουν τους γκάνγκστερ, δείχνουν φιγούρα «επιθεωρησιακών, κωμικών» Ιταλών μαφιόζων. Η ταινία πάντως στο σημείο εδώ δίνει έμφαση στα τουριστικά αξιοθέατα.
Στο τρίτο επεισόδιο ξεχειλίζει ο μελοδραματισμός. Στα Ιταλογιουγκοσλαβικά σύνορα παραμονές της επέμβασης των Ναζί στην Γιουγκοσλαβία, η Ρολς Ρόις αγοράζεται από την εκκεντρική και αυταρχική Αμερικάνα Gerda Μίλετ ( Ingrid Bergman , με σκοπό να συνεχίσει το ταξίδι της στην Γιουγκοσλαβία και να συναντήσει τον νεαρό βασιλέα της χώρας. Δεν πιστεύει με τίποτα ότι οι Ναζί θα επέμβουν στρατιωτικά στην Γιουγκοσλαβία. Ένας νεαρός, ο Davich ( Omar Sharif ) την πείθει να τον πάρει μαζί της διότι είναι δήθεν φίλος του βασιλιά.


 Στην πραγματικότητα ο Davich είναι επικεφαλής ομάδας παρτιζάνων που γνωρίζοντας για την επέμβαση των Ναζί θέλει να γυρίσει στην πατρίδα του και να ετοιμάσει την αντίσταση. Και η δύο τους μπλέκουν επικίνδυνα με την εισβολή των Γερμανών, και η Gerda και ο Davich ερωτεύονται και από κει που αυτή ήταν συντηρητική και αυταρχική αστή, μετατρέπεται σε μαχητική παρτιζάνα! Κάποια  στιγμή ο Davich την πείθει να γυρίσει στην πατρίδα της, διότι θα  συμβάλει περισσότερο στην κατανόηση  του Γιουγκοσλαβικού προβλήματος, αν ενημερώσει  τους συμπατριώτες της για τα συμβαίνοντα.


Σήμερα η όλη ιστορία φαντάζει παρωχημένη αν σκεφτούμε πρώτον ότι το κράτος της Γιουγκοσλαβίας δεν υφίσταται πλέον και δεύτερον ότι η περιοχή της Σλοβενίας όπου διαδραματίζεται η υπόθεση ήταν από τις περιοχές που οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους υποδέχτηκαν τους Ναζί ως απελευθερωτές!



Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Le million (1931)

Le million (1931)
Το Εκατομμύριο



Του René Clair

Διάρκεια: 81 λεπτά.  Μουσική κωμωδία.
Παίζουν: Annabella, René Lefèvre, Jean-Louis Alliber και άλλοι.
Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο

      Ο René Clair ήταν καταξιωμένος σκηνοθέτης από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, έγινε όμως διάσημος με τις μεγάλης σχετικά διάρκειας ταινίες του όταν εμφανίστηκε ο ήχος. Αυτό διότι ενώ το Χόλυγουντ επαναπαύτηκε στο ότι ενσωμάτωσε τον ήχο στις ταινίες, ο René Clair το είδε αυτό ως μια ευκαιρία για νέους πειραματισμούς. Κατανόησε ότι βρισκόταν ενώπιων μιας νέας εποχής όπου ο συνδυασμός εικόνας, ήχου και μουσικής, είχε πολλά να προσφέρει. Έτσι καθιέρωσε ένα νέο είδος που αργότερα εξελίχθητε σε Musical.
      Στην ταινία Το Εκατομμύριο που ακολούθησε την ταινία Κάτω από την στέγη του Παρισιού και πριν την μεγάλη επιτυχία A Nous La Liberté, μας παρουσιάζεται μια μουσική κωμωδία όπου η χορωδία κάποιων υποτίθεται έμπορων,πιστωτών, συμπληρώνει τραγουδώντας την πρόζα.
Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού απένταρου ζωγράφου του Μισέλ (René Lefèvre), που τον κυνηγάνε όλοι του οι πιστωτές και απαιτούν να τους εξοφλήσει. Ο νεαρός έχει μια γλυκιά φιλεναδούλα, την Βεατρις (Annabella) είναι μπαλαρινούλα και τον νταντεύει καθότι είναι ερωτευμένη μαζί του. Αυτός όμως είναι επιπόλαιος και κυνηγά και αλλού τον ποδόγυρο. Μια φορά ένας κλέφτης με το ψευδώνυμο Παππούς Τουλίπ (Paul Ollivier) κυνηγημένος από την αστυνομία, τρυπώνει στο διαμέρισμα της κοπέλας και ζητά να του δώσει ένα παλιό σακάκι που ο Μισέλ είχε δώσει στην Μπεατρίς για να του το επιδιορθώσει και έτσι με την μεταμφίεση αυτή να ξεφύγει από τους διώκτες του. Η κοπέλα, απηυδισμένη από την συμπεριφορά του Μισέλ, χαρίζει το σακάκι στον Παππού Τουλίπ. Ο Μισέλ όμως τελικά φαίνεται ότι κέρδισε στο Ολλανδικό λαχείο ένα εκατομμύριο φιορίνια! Το δελτίο όμως του λαχείου ήταν στην τσέπη του σακακιού που η Μπεατρίς δώρισε στον Παππού Τουλίπ! Τότε ξεκινά η μεγάλη επιχείρηση να εντοπισθεί ο Παππούς Τουλίπ και το λαχείο. Φάρσα, κωμωδία και μουσική μπλέκονται αριστοτεχνικά από τον René Clair.







Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

La petite marchande d'allumettes (1928)

La petite marchande d'allumettes (1928)

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

Του Jean Renoir



Στο ρόλο της φτωχής πωλήτριας σπίρτων,
η Catherine Hessling.
Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο

Ασχολήθηκε με διάφορα ο Hans Christian Andersen, συγγραφέας μυθιστορημάτων, θεατρικών παραστάσεων, ταξιδιωτικών περιγραφών, κ.α. Ποιο γνωστός όμως έμεινε για τα παραμύθια του. Ένα και από τα πλέων συγκινητικά ήταν το: ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ, που δημοσιεύτηκε στις 18 Νοέμβρη του 1845. Σ’ αυτό μας παρουσιάζει την κατάφορη κοινωνική αδικία του 19ου αιώνα, όπου από την μια υπάρχει μια κοινωνική τάξη που ζει στην άνεση και την χλιδή και από την άλλη φτωχά πλάσματα που προσπαθούν να επιβιώσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Ένα κοριτσάκι που ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, στέλνεται από τους δικούς του παραμονή πρωτοχρονιάς, ρακένδυτο και με ακατάλληλα παπούτσια στους χιονισμένους δρόμους μιας βοριοευρωπαϊκής μεγαλούπολης για να πουλήσει σπίρτα. Τους περαστικούς φαίνεται να τους απασχολεί η προετοιμασία της εορτής και αδιαφορούν για την πεινασμένη και παγωμένη από το κρύο μικρούλα. Μην έχοντας πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα και φοβούμενη να επιστρέψει άπραγη στο σπίτι της, ξαπλώνει απελπισμένη επάνω στο χιόνι! Τότε της έρχεται η ιδέα να ανάψει ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Από την πείνα και την παγωνιά παθαίνει παραισθήσεις.



Μέσα από την φλόγα του σπίρτου βλέπει μορφές αγαπημένων της προσώπων, όπως τις γιαγιάς της, που δεν ζουν πλέον. Το σπίρτο όμως καίγεται και για να συνεχίσει να βλέπει τα οράματα, ανάβει το ένα σπίρτο μετά το άλλο μέχρι που εξαντλούνται όλα και ο θάνατός της θα δώσει τέλος στις κακουχίες της.
Λάτρης του Hans Christian Andersen ο σκηνοθέτης Jean Renoir, μετέφερε στην μεγάλη οθόνη το  παραμύθι αυτό. Την εποχή που άλλοι σκηνοθέτες πειραματίζονταν με τον ήχο, βάζοντας τους ηθοποιούς να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους και να προσπαθείται εκ των υστέρων ο συγχρονισμός, ο Jean Renoir δεν έπεσε σ’ αυτή την παγίδα και δημιούργησε μια κλασική βωβή ταινία μικρού μήκους. Στην αρχή του έργου παραμένει πιστός στα γραφόμενα του Άντερσεν με το μόνο του μεγάλο ατόπημα να δώσει το ρόλο της μικρούλας στην τότε γυναίκα του Catherine Hessling. Η γυναίκα μπορεί να είχε ταλέντο αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονταν με την αθώα μικρούλα του παραμυθιού. Απέδωσε την πωλήτρια σπίρτων με διαφορετικό ύφος απ’ ότι είχε φανταστεί ο Άντερσεν. Π.χ. ναι μεν οι περαστικοί προσπερνούν την νεαρή (όχι πλέων μικρούλα) αδιάφορα, ορισμένοι όμως ρίχνουν και διερευνητικές ματιές επάνω της, καθότι είναι έφηβη και όχι κοριτσάκι.



Από κει και πέρα όμως ο Renoir μας παρουσιάζει την ιστορία με την δική του άποψη. Εμπνευσμένος από τον Georges Méliès, μας παρουσιάζει απίθανα για την εποχή τρυκ. Η κοπέλα ανάβει μεν τα σπίρτα για να ζεσταθεί, αλλά τα οράματά της δεν είναι αγαπημένα της πρόσωπα που της λείπουνε, αλλά αυτό που κάθε παιδί ονειρεύεται τέτοιες γιορτινές μέρες. Χριστουγεννιάτικα δέντρα και παιχνίδια!





Βρίσκεται μάλιστα σε ένα παιχνιδάδικο όπου τα παιχνίδια ζωντανεύουν και επιδίδονται σε ακροβατικές και χορευτικές φιγούρες μαζί της.





Ιδίως όμως από τα ξύλινα στρατιωτάκια ένας αξιωματικός ζωντανεύει και ανθρωποποιείται τελείως. Μετατρέπεται σε γοητευτικό νεαρό που σερβίρει και χορεύει με την νεαρή. Επειδή όλα το όνειρα τελειώνουν κάποτε, μια απαίσια φιγούρα εμφανίζεται ξαφνικά που δηλώνει ότι είναι ο θάνατος και έχει έλθει για την νεαρή. Τότε αυτή με τον νεαρό θαυμαστή της καλπάζουν προς τους ουρανούς, ενώ το άψυχο κορμάκι της κείτεται στο χιόνι.





Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Las Hurdes (1933)

Las Hurdes (1933)
Γη χωρίς ψωμί




Σκηνοθεσία:s Buñuel









Οι Hurdanos που κατοικούν την περιοχή  της Ισπανίας που αποκαλείται Las Hurdes, πιστεύεται πως προέρχονται από πρόσφυγες που κυνηγήθηκαν για θρησκευτικούς ή πολιτικούς λόγους. Οι πρόγονοί τους κατέφυγαν σε άγονη και πετρώδη περιοχή για να γλυτώσουν τον κατατρεγμό. Οι κάτοικοι του «Las Hurdes» εκείνης της εποχής ζουν κυριολεκτικά στην αθλιότητα. Η λέξη «ψωμί» είναι άγνωστη για τους περισσοτέρους. Ο δάσκαλος του σχολείου μοιράζει από μια φέτα ψωμί στα παιδιά, αλλά αυτά υποχρεώνονται να το τρώνε παρουσία του, διότι υπάρχει ο φόβος πως οι γονείς θα τους το αρπάξουν άμα το πάνε σπίτι!



Από συνθήκες υγιεινής; Ας μη το συζητούμε.


Ο αναρχικός Roman Acin, συζητώντας μια μέρα με τον Bunuel, του είπε πως αν κέρδιζε το λαχείο θα τον χρηματοδοτούσε  να γυρίσει ταινία με θέμα την περιοχή Las Hurdes. Πράγματι, αυτός κέρδισε στο λαχείο 100.000 πεσέτες και έδωσε στον Bunuel τις 20.00 για να πραγματοποίηση την ταινία. Αυτός εξόδευσε τις 4.000 για την αγορά ενός FIAT, και με τα υπόλοιπα συγκρότησε συνεργείο  και άρχισε την κινηματογράφηση. Η λέξη «Ντοκιμαντέρ» ήταν άγνωστη εκείνη την εποχή. Είχε προηγηθεί το 1922 το στημένο Ντοκιμαντέρ « Ο Nanook του Βορρά», όπου περιγράφεται η ζωή των Εσκιμώων στους πάγους της
Αρκτικής, αλλά από κει και πέρα τίποτα. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το παρόν ντοκιμαντέρ είναι στημένο, ωστόσο ορισμένες σκηνές ήταν αναπόφευκτο ν στηθούν. Δεν μπορούσε π.χ. το συνεργείο να περιμένει πότε θα συμβεί ο θάνατος ενός παιδιού για να μας περιγράψει τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση. Στήθηκε λοιπόν το γεγονός για να μας αναφέρει ότι στα χωριά αυτά δεν υπάρχει ούτε νεκροταφείο! Οι νεκροί μεταφέρονται με 1.000 βάσανα σε γειτονικά χωριά για να ταφούν.


Επίσης το συνεργείο σκότωσε έναν γάιδαρο για να μας δείξει πως θανατώνονται συχνά αυτά τα ζώα από τσιμπήματα μελισσών όταν ανατρέπονται κηρύθρες που μεταφέρουν. Επίσης πυροβόλησαν δύο κατσίκες για να μας δείξουν ότι στις απότομες αυτές πλαγιές συμβαίνουν συχνά ατυχήματα σε αυτά τα ζώα, και έτσι είναι ο μόνος τρόπος για τους Hurdanos, να φάνε κατσικίσιο κρέας. Γενικά το έργο αυτό του Bunuel δεν περιέχει ούτε ίχνος σουρεαλισμού. Τα γεγονότα κινηματογραφούνται ως έχουν και είναι γροθιά στο στομάχι ημών των υπολοίπων. Είναι κάτι παραπάνω από φανερή η πρόθεση να κατηγορηθεί ο καπιταλισμός ως κύριος υπεύθυνος για τα συμβαίνοντα, καθώς να αποκαλυφθεί και η ευθύνη της εκκλησίας, Δεν φαίνεται να προσφέρει και σπουδαία πράγματα στους δεινοπαθούντες, παρόλο τον πλούτο που επιδεικνύει.
Η ταινία ήταν στην αρχή βωβή. Το 1935 προσετέθη φωνητικός σχολιασμός καθώς και μουσική. Περιττό να πω ότι η ταινία  απαγορεύτηκε στην Ισπανία του Φράνκο.
Με μια  εμβόλιμη σίγουρα προθήκη του Bunuel στο τέλος της ταινίας, προσπαθεί να ενδυναμώσει την υποστήριξη του λαού προς το λαϊκό μέτωπο και να καταδικάσει το εκδηλωθέν πραξικόπημα των στρατιωτικών υπό τον Φράνκο.
Για την ιστορία να πούμε ότι σήμερα η περιοχή Las Hurdes δεν έχει καμία σχέση με αυτά που περιγράφονται στην ταινία. Είναι παράδειγμα προς μίμηση για τον αγροτουρισμό της. Τα καταπράσινα βουνά της προσελκύουν πλήθος τουριστών, που απολαμβάνουν τα γάργαρα τρεχούμενα νερά και τις φυσικές πισίνες. Νόστιμα φαγητά και φιλικοί κάτοικοι καθιστούν το μέρος must για τον τουρίστα.
Οι υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Η ταινία στο youtube:
https://www.youtube.com/watch?v=6KIiwB5YW-s



Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Stella Dallas (1937)

Stella Dallas (1937)



Σκηνοθέτης ο King Vidor

Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο

Παίζουν: Barbara Stanwyck, John Boles, Anne Shirley  και άλλοι.


Όταν ακούγεται ο χαρακτηρισμός για μια ταινία «Μελόδραμα», προκαλούνται αρνητικές εντυπώσεις και οι λεγόμενοι «σινεφίλ», βγάζουν σπυράκια! Αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου στο ότι το είδος αυτό έχει κατά κόρον αντιγραφεί και έχουμε φθάσει σήμερα και στις «σαπουνόπερες», εμπνευσμένες από αυτό το είδος ταινιών. Όταν αναφερόμαστε όμως για την περίοδο της δεκαετίας του 30, για ποια αντιγραφή μπορούμε να μιλήσουμε; Εκτός αυτού, αυτοί που ψάχνουν ταινίες εκείνης της εποχής, δεν σκοπεύουν απλά να διασκεδάσουν, αλλά να μελετήσουν την εξέλιξη του σινεμά, καθώς και την νοοτροπία των ανθρώπων της εποχής. Δεν πρέπει να εξισώνουμε τους τότε χαρακτήρες μα αυτούς του σήμερα. Οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές. Άνθρωπος εκείνης της εποχής που θα χαρακτηριζόταν προοδευτικός και ισορροπημένος, με τα σημερινά κριτήρια μπορεί να χαρακτηριστεί μικροαστός και ρατσιστής. Μη συγκρίνομε λοιπόν τους τότε χαρακτήρες με σημερινά κριτήρια.
Με αυτά τα κριτήρια, ας μιλήσουμε για την ταινία του King Vidor, (1937), Stella Dallas. Το σενάριο της ταινίας προήλθε από το μυθιστόρημα της Olive Higging Prouty, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην μεγάλη οθόνη το 1925. Αυτή τη φορά όμως ο King Vidor είχε την τύχη όχι μόνο της τεχνολογίας με τη ζωντανή φωνή, αλλά είχε στην διάθεσή του μιαν ανυπέρβλητη ηθοποιό, την Barbara Stanwyck, η οποία ερμηνεύει καταπληκτικά την Stella. Η Stella Marthn είναι ένα κορίτσι εργατικής οικογένειας. Ο πατέρας και ο αδελφός της εργάζονται στο γειτονικό εργοστάσιο. Αυτή όμως έχει στόχο να ανέβει κοινωνικά και για να το πετύχει βάζει στόχο να γνωρίσει ανθρώπους με καλλίτερη θέση απ΄ ότι οι δικοί της. Επιδιώκει να γνωριστεί με κάποιο στέλεχος του εργοστασίου, αλλά παρόλα τα κόρτε που του κάνει, αυτός δεν παίρνει χαμπάρι. Τότε βάζοντας μπρος την καπατσοσύνη της, καταφέρνει όχι μόνο να τον γνωρίσει, αλλά με τις τσαχπινιές της να τον κάνει να την παντρευτεί πολύ σύντομα. Η Στέλλα μπορεί να είναι καπάτσα αλλά όχι και έξυπνη.


 Αμέσως μετά την γέννηση της κόρης τους, ζητά από τον άνδρα της να πάνε σε κοσμικό κέντρο για χορό. φαίνεται καθαρά ότι θέλει να εκμεταλλευτεί αμέσως την έμμεσα κοινωνική της άνοδο και να διασκεδάσει με ανθρώπους ανώτερης κοινωνικής τάξης. Το περιβάλλον όμως στο οποίο μεγάλωσε φαίνεται να παίζει το ρόλο του. Τους πραγματικά αξιόλογους ανθρώπους τους βρίσκει ανιαρούς, ενώ την προσελκύουν άξεστοι αλογομούριδες και τυχάρπαστοι, οι οποίοι βρέθηκαν σε αυτό το περιβάλλον επειδή απέκτησαν λεφτά. Στο σημείο αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τον άντρα της. Όταν μάλιστα αυτός της ανακοινώνει ότι του προσεφέρθει μια αξιόλογη θέση στην Ν. Υόρκη, αυτή δηλώνει ότι δεν θέλει να φύγει και να χάσει τις αξιόλογες «γνωριμίες» της. Έτσι ο σύζυγος αναχωρεί μόνος και το ζευγάρι ζει ουσιαστικά χωρισμένο. Αυτό που τους συνδέει πια είναι η κόρη τους στην οποία η Στέλλα θα αφιερώσει τη ζωή της και θα προσπαθήσει μέσο αυτής να ζήση όσα δεν έζησε. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν αντιδρά στο να επισκέπτεται η μικρή τον πατέρα της, διότι ξέρει ότι μέσο αυτού θα μπορέσει να κάνει αξιόλογες γνωριμίες.


Όλα καλά μέχρι που ο άνδρας της ξαναβρίσκει την παλιά του αγάπη η οποία είχε παντρευτεί έναν πλούσιο, απέκτησε μαζί του τρία παιδιά και μετά χήρεψε. Το ζευγάρι επανασυνδέεται και για να νομιμοποιήσει την σχέση τους χρειάζεται το διαζύγιο από την Σέλλα. Όταν ο δικηγόρος της ανακοινώνει την επιθυμία αυτή, η Στέλλα γίνεται πυρ και μανία. Αλλάζει δε τακτική. Πηγαίνει να την κόρη της σε ακριβά ξενοδοχεία και προσπαθεί να συνάψει σχέσεις μα πλούσιους ανθρώπους. Στην προσπάθειά της να εντυπωσιάσει, ντύνεται σα λατέρνα και προκαλεί θυμηδία στον περίγυρο. Η κόρη που το αντιλαμβάνεται πρώτη ζητά να αποχωρίσουν.


Στο τρένο όμως η Στέλλα ακούει να την σχολιάσουνε και να την θεωρούν νούμερο. Τότε συνειδητοποιώντας μέχρι που μπορεί να φθάσει, και ότι η κοινωνική άνοδος της κόρης της μπορεί να επέλθει μόνο μέσο του πατέρα της και του περιβάλλοντός του, αποφασίζει και επισκέπτεται την νέα σύντροφο του άνδρα της. Δηλώνει δε ότι είναι πρόθυμη να δώσει το διαζύγιο και ως αντάλλαγμα ζητά μόνο το ζευγάρι να αναλάβει και την μικρή. Η μικρή αντιδρά στο να εγκαταλείψει την μητέρα της. Όταν της αποκαλύπτουν ότι αυτό ήταν επιθυμία της ίδιας της μητέρας της, αυτή αναχωρεί να την βρει για να το επιβεβαιώσει. Η Στέλλα «θυσιάζεται» για την κόρη της. Προσποιείται ότι θα παντρευτεί κάποιον που η μικρή πάντα απεχθανόταν και πως μετά θα φύγουν για την Ν. Αμερική. Με δάκρια στα μάτια η μικρή επιστρέφει στον πατέρα της
 Κάποια στιγμή παντρεύεται έναν νέο της λεγόμενης ανώτερης κοινωνικής τάξης. Τότε ανάμεσα στο πλήθος που μαζεύεται έξω απ’ το παράθυρο για να παρακολουθήσει την τελετή, βλέπουμε την Στέλλα που με δάκρια στα μάτια παρακολουθεί τον γάμο της κόρης της. Η θυσία της μάνας όπως την εννοούσαν τότε για την ευτυχία της κόρης.


Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Zangiku monogatari (1939)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟΥ

Σκηνοθεσία: Kenji Mizoguchi

Παίζουν: Shôtarô Hanayagi, Kôkichi Takada, Gonjurô Kawarazaki  κλπ

Δεν είναι μόνο Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές οι αξιόλογες ταινίες της δεκαετίας του 30. Και η Ασία είναι παρούσα, με κυρίαρχη την Ιαπωνία μέσω του ταλαντούχου σκηνοθέτη της Kenji Mizoguchi. Αυτός με μία από της καλλίτερες δουλειές του,  την ταινία:  Zangiku Monogatan, μας μεταφέρει στην Ιαπωνία του 18ου αιώνος οπού κυριαρχεί η κοινωνική αδικία και η καταπίεση της γυναίκας. Εκεί, ο Kikunosuke, υιοθετημένος γιος ενός διάσημου ηθοποιού του θεάτρου, αν και ατάλαντος, προσπαθεί να ακολουθήσει την καριέρα του θετού πατέρα του και να κληρονομήσει την θέση του στον κόσμο της τέχνης.
Το περιβάλλον του, λόγο του βαριού ονόματος που φέρει, του παρουσιάζει μια ψεύτικη εικόνα για τις δυνατότητές του, για να γλύφει την οικογένεια μέσο του ατάλαντου γιου. Ένα μόνο πρόσωπο τολμά να του πει την καθαρή αλήθεια. Είναι η Otoku, τροφός του μωρού του αδελφού του. Αυτή του λέει ειλικρινά πως η εμφάνισή του  στην σκηνή είναι πολύ μέτρια, αλλά και το ότι πιστεύει ότι έχει τις δυνατότητες, σν εργαστεί  σκληρά, να προκόψει. Ο Kikunosuke εντυπωσιάζεται από την ειλικρίνεια της κοπέλας, κάνει παρέα μαζί της και τελικά οι νέοι ερωτεύονται μεταξύ τους. Η οικογένεια αντιδρά με αυτή την εξέλιξη. Δεν μπορεί να ανεχθεί ότι μέλος της οικογένειας, έστω και υιοθετημένο, θα μπλέξει με μια κοπέλα που το επάγγελμά της την κατατάσσει στο υπηρετικό προσωπικό. Απολύουν λοιπόν την Otoku και την διώχνουν μακριά.  Ο Kikunosuke αντιδρώντας σε αυτή την ενέργεια, εγκαταλείπει την οικογένεια και καταφεύγει στην Οσάκα, όπου εκεί βρίσκει προστασία από έναν ηλικιωμένο θείο  ηθοποιό. Το περιβάλλον του ηθοποιού δεν τον θέλει τον Kikunosuke, τον ανέχεται όμως λόγο θείου. Στο μεταξύ η Otoku φθάνει στην Οσάκα, επανασυνδέεται με τον Kikunosuke και θέτει σκοπό της ζωής της να τον βοηθήσει να εξελίχθη ως ηθοποιός. Τότε τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα. Ο θείος ξαφνικά πεθαίνει, δεν υπάρχει πια προστάτης και οι ιδιοκτήτες του θεάτρου μπορούν να κάνουν τα δικά τους. Διώχνουν τον  Kikunosuke από το θέατρο, αλλά τον στέλνουν σε δικό τους περιοδεύοντα θίασο. Εκεί βασιλεύει  ο υπόκοσμος και η ζωή για τους δυο νέους δεν είναι καθόλου εύκολη. Κάποια στιγμή χάνεται και αυτή η δουλειά και οι νέοι φυτοζωούν. Τότε η Otoku, κρυφά από τον Kikunosuke επισκέπτεται την οικογένειά του και ζητά από αυτούς να περιθάλψουν τον Kikunosuke. Αυτοί δηλώνουν πως θα τον δοκιμάσουν και αν έχει κάνει βελτίωση θα τον ξαναπάρουν. Προϋπόθεση σε τέτοια περίπτωση θα είναι η Otoku να φρύγει από την μέση. Αυτή, προκειμένου να συμπαρασταθεί στον αγαπημένο της, δέχεται. Ο Kikunosuke όπως διαπίστωσαν έκανε καταπληκτική πρόοδο. Σύντομα γίνεται το νέο ίνδαλμα του κοινού. Προγραμματίζεται δε μια θριαμβευτική παρέλαση με βάρκες στο ποτάμι της Οσάκα, με τον Kikunosuke επικεφαλής ως τιμώμενο πρόσωπο. Εντωμεταξύ η Otoku από τις κακουχίες που πέρασε προσπαθώντας να συμπαρασταθεί του Kikunosuke, κλονίζεται σοβαρά η υγεία της. Αφήνει δε την τελευταία της πνοή, την ώρα που ο Kikunosuke παρελαύνει θριαμβευτικά στην πόλη.
Η διάρκεια του έργου είναι μεγάλη και η κάμερα σύρεται αργά-αργά σε μερικές σκηνές. Το γεγονός όμως αυτό δεν κουράζει τον θεατή. Αντίθετα του δίνει τον χρόνο να αφομοιώσει τα γεγονότα και να προβεί σε δικές του σκέψεις. Κάτι που δεν συμβαίνει σε «φιλμ νουάρ» της εποχής.
Οι υπότιτλοι έχουν μεταφραστεί από εμένα.
Οφείλω να ενημερώσω ότι Ιαπωνικά φυσικά δεν γνωρίζω. Η μετάφραση έγινε από Αγγλικούς υπότιτλους.

Η ταινία με τους ελληνικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=mrbFeXAhonc






Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Babes in Arms (1939)

Babes in Arms (1939)
ΑΝΗΛΙΚΑ ΕΝ ΔΡΑΣΗ

Σκηνοθεσία:  Busby Berkeley

Συγγραφείς: Jack McGowan, Kay Van Riper και άλλοι

Παιζουν: Mickey Rooney, Judy Garland, Charles Winninger  και λοιποί.

Ελληνικοί υπότιτλοι μεταφρασμένοι από εμένα.



Ο Busby Berkeley, σκηνοθέτης εντυπωσιακών μιούζικαλ, μεταπήδησε από την Warner Brothers στην MGM και γύρισε την ταινία: Babes in Arms. Η επιτυχία της ταινίας αυτής τον οδήγησε στην δημιουργία τριών ακόμα ταινιών με παρόμοιο θέμα και με τους ίδιους νεαρούς πρωταγωνιστές.  (Mickey Rooney  και Judy Garland). Την ίδια μάλιστα χρονιά παρουσιάστηκε και η ταινία: Ο Μάγος του Οζ, η οποία δεν είχε την ίδια ανταπόκριση στο κοινό όσο το Babes in Arms, πράγμα αδιανόητο για μας σήμερα! Πρέπει όμως να ταυτιστούμε με τις συνθήκες της εποχής για να το κατανοήσουμε αυτό.
Το θέμα της ταινίας ασχολείται με το Βαριετέ και τον κόσμο του. Το Βαριετέ ήταν ένα δημοφιλέστατο θεατρικό θέαμα που κυριάρχησε σε ΗΠΑ και Καναδά από τις αρχές του 8980 μέχρι τις αρχές του 1930.  Το θέαμα μπορούμε να το συγκρίνουμε με την δική μας επιθεώρηση, αλλά επικρατούσε το τραγούδι και ο χορός.  Το είδος του θεάματος κλονίστηκε με την εμφάνιση του κινηματογράφου, κατέρρευσε δε τελείως το 1930 με την εμφάνιση ομιλουσών  ταινιών. Η ιστορία ξεκινά με την παρουσίαση ενός διάσημου ηθοποιού του είδους, τον Joe Moran (Charles Winninger) και της γυναίκας του και συμπρωταγωνίστριάς του Florrie Moran (Grace Hayes). Αυτοί απολαμβάνοντας την χρυσή εποχή του συγκειμένου θεάματος, αποκτούν δύο παιδιά. Ο πρώτος τους γιός μάλιστα, ο Mickey (Mickey Rooney), γεννήθηκε μέσα στο θέατρο! Απέκτησαν και μία κόρη την Molly (Betty Jaynes). Όταν τα πρώτα σύννεφα τις κρίσης έκαναν την εμφάνισή τους, ο Joe δεν ήθελε να πιστέψει ότι επέρχεται καταστροφή και δεν φρόντισε να ανανεώσει το θέαμα που παρουσίαζε, ώστε να αντέξει στον ανταγωνισμό. Το αποτέλεσμα, τόσο η οικογένειά του όσο και οι οικογένειες των υπολοίπων ηθοποιών  είχαν πρόβλημα διαβίωσης μια και ήσαν όλοι τους άνεργοι. Ο ταλαντούχος  Mickey (Mickey Rooney), έγραφε τραγούδια που ερμήνευε η φίλη του Patsy (Judy Garland) και προσπαθούσε να γράψει νούμερα που θα ανανέωναν το Βαριετέ.


Ο εγωιστής όμως πατέρας του δεν άκουγε κουβέντα. Αντ’ αυτού προσπάθησε να πετύχει την επαναφοράς του στον κόσμο του θεάματος, συγκεντρώνοντας τους άνεργους συναδέλφους του και οργανώνοντας μια περιοδεία με τα ίδια υλικά που γνώριζε, χωρίς καθόλου νεοτερισμούς, Η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς και δεν ήθελε πια τα παιδιά του να ακολουθούσουν τον ίδιο επαγγελματικό δρόμο με τον δικό του. Ο εγωισμός του του έλεγε πως αφού αυτός απέτυχε, πως ήταν δυνατόν να πετύχουν τα πιτσιρίκια. .Πίτσικε μάλιστα από την δίδα Steele (Rand Brooks), υπεύθυνο του τοπικού γραφείου κοινωνικής πρόνοιας, να υπογράψει το αίτημα για να κλειστούν τα παιδιά του σε κρατικό επαγγελματικό σχολείο προκειμένου να διδαχτούν κάποιο επάγγελμα και να μην έχουν την δική του τύχη.
Τότε ο Mickey έκανε την επανάστασή του. Μαζί δε με την φίλη του Patsy ,έπεισαν και τα άλλα παιδιά των ηθοποιών να επαναστατήσουν. Όταν μιλάμε για επανάσταση, μην πηγαίνει ο νους σας σε Τζέιμς Ντην , Μάρλον Μπράντον και άλλους έφηβους επαναστάτες. Μιλάμε για «Βελούδινη» επανάσταση. Τότε ο Mickey μαζί με την φίλη του Patsy,,έπεισαν και τα άλλα παιδιά των ηθοποιών να επαναστατήσουν. Όταν μιλάμε για επανάσταση, μην πηγαίνει ο νους σας σε Τζέιμς Ντην , Μάρλον Μπράντον και άλλους έφηβους επαναστάτες. Μιλάμε για «Βελούδινη» επανάσταση.

Στο σημείο αυτό να πούμε μερικά λόγια για τους νεαρούς πρωταγωνιστές.

Ο Mickey Rooney ήταν πράγματι παιδί ηθοποιών του θεάτρου ο οποίος μεγάλωσε μέσα σ’ αυτό και από πολύ νέος έκανε την εμφάνισή του στο πάλκο.


Φαίνεται να είχε ισορροπημένη σχέση με τους γονείς του, γεγονός που επέδρασε ευνοϊκά στην καριέρα του, εργαζόταν δε μέχρι πρόσφατα. Για την εμφάνισή του στην ταινία Babes in Arms, προτάθηκε για Όσκαρ! Είχε να ανταγωνιστεί όμως τους: Clark gable με το Gone with the Wind, τον Laurence Olivier στο Wuthering Heights και τον Jimmy Stewart στο  Mr.  Smith Goes to Washington. Όλοι τους όμως έχασα από τον Robert Donat  sto Goobbay Mr. Chips.  Ο Mickey Rooney είχε την ευκαιρία να αποδείξει το κωμικό ταλέντο του μιμούμενος στην παρούσα ταινία γνωστά ονόματα καλλιτεχνών της εποχής  εκείνης.


Για την δεκαπεντάχρονη ΄τοτε Judy Garland δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε τα ίδια. Από ηλικία δύο  ετών η μητέρα της την παρουσίασε μαζί με τις μεγαλύτερες αδελφές  της στην τηλεόραση, σε μια χορευτική επίδειξη. Η μάνα κατάλαβε αμέσως πως η μικρή ήταν το κάτι άλλο. Φρόντισε λοιπόν να την εκμεταλλευτεί όσο έπαιρνε. Την γύριζε σε ολόκληρη την Αμερική και την εμφάνιζε σε καμπαρέ και ξενοδοχεία. Η μικρή δεν είχε πια μόνιμη κατοικία και σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργούσε με την αστυνομία ο ομοφυλόφιλος πατέρας της, δεν μπορούμε να πούμε πως είχε ήρεμη παιδική ζωή.  Στην παρούσα ταινία ο κόσμος την είδε με συμπάθια, αλλά ποτέ δεν φαντάστηκε πως θα γινόταν φίρμα των μιούζικαλ. Ακόμα και με το έργο Ο Μάγος του Οζ, κανένας δεν φαντάστηκε το τι θα επακολουθήσει. Έπρεπε να βγουν οι ταινίες της, Meet Me in St. Louis,  Easter Parade και άλλες, για να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται. Αλλά και μετά την αναγνώρισή της ,η ζωή της δεν έγινε ηρεμότερη. Η εταιρία της, προκειμένου να διατηρήσει το ιδανικό βάρος, την τάιζε αμφεταμίνες,, με αποτέλεσμα να αποκτήσει έξη στα ναρκωτικά. Αυτό την οδήγησε και στον πρόωρο θάνατό της, το 1969. Στο παρόν έργο προσφέρει νεανική δροσιά με τα τραγουδάκια της, παρότι που οι συντελεστές του έργου την θάψανε (σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα), μασκαρεύοντάς την blackface.




Τι ήταν αυτό; Το blackface είναι μορφή μακιγιαρίσματος λευκών τραγουδιστών και ηθοποιών του βαριετέ που έβαφαν τα πρόσωπά τους μαύρα – συνήθως με καμένο φελλό και αργότερα με βερνίκι παπουτσιών -  μακιγιάριζαν έντονα τα χείλι τους για να φαίνονται σαρκώδη, φόραγαν περούκα για να δείχνουν έντονα τριχωτοί και με αυτόν τον τρόπο διακωμωδούσαν τους μαύρους ανθρώπους.


Η τεχνική αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη από το 1840 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 60, οπότε άρχισε ο αγώνας .για τα πολιτικά δικαιώματα.  Ακόμα και οι αριστερών αποκλίσεων αδελφοί Μαρξ, δεν ξέφυγαν από την παγίδα του blackface.
Κατά τα άλλα η ταινία δεν παρουσιάζει τίποτε περισσότερο σημαντικό. Το τραγούδι μάλιστα του φινάλε προκαλεί θυμηδία. Πολύς πατριωτισμός πέφτει και μας μιλάει συνέχεα για την Χώρα του Θεού, δηλαδή την Αμερική! Ως άλλοθι προβάλει το ότι η Αμερική δεν διαθέτει κανέναν Ντούτσε ή Φύρερ,  ούτε παρελάσεις με το Βάδισμα Χήνας!


Γενικά μην περιμένετε καμία ταινιάρα. Αρκεστείτε να θαυμάσετε του νεαρούς πρωταγωνιστές  σε παιδική ηλικία και να βοηθηθείτε να κατανοήσετε την ζωή της δεκαετίας του 30.