Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Luis Buñel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Luis Buñel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Un Chien Andalou 1929


Un Chien Andalou 1929
Ο Ανδαλουσιανός σκύλος


Σκηνοθεσία: Luis Buñuel
Σενάριο: Salvador Dalí
Είδος: Short, Fantasy, Horror
Διάρκεια: 16min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Simone Mareuil = Το νέο κορίτσι
Pierre Batcheff = Ο Άνδρας


Ένας άνδρας ακονίζει το μαχαίρι του πλάι στο ανοιχτό παράθυρο. Η πανσέληνος χωρίζεται στη μέση από μία λωρίδα σύννεφου. Στην αμέσως επόμενη σκηνή, μία γυναίκα κάθεται παραδομένη, καθώς τα αντρικά χέρια ανοίγουν διάπλατα το ένα της μάτι και το κόβουν στη μέση με την ακονισμένη λεπίδα. Και ενώ η ζελατίνη έχει μόλις χυθεί από το σχισμένο μάτι, η γυναίκα εμφανίζεται ακέραιη στο δωμάτιό της, να παρατηρεί έναν ποδηλάτη, ντυμένο με κοριτσίστικη ποδιά, που διασχίζει το δρόμο κάτω από το σπίτι της και σωριάζεται στο πεζοδρόμιό της. Ένα μαύρο κουτί με λεπτές άσπρες ρίγες εμφανίζεται στο λαιμό του ποδηλάτη και έπειτα στο κρεβάτι της γυναίκας. Ένας απατημένος σύζυγος πυροβολεί μέχρι θανάτου το είδωλό του, αφού πρώτα σέρνει με τα ίδια του τα χέρια, έναν τοίχο, τα έπιπλα ενός δωματίου, ένα πιάνο γεμάτο πτώματα μουλαριών και δύο νεκρούς φοιτητές της θεολογίας. Και η λίστα με τις αναπάντεχες σκηνές συνεχίζεται. Γιατί στον "Ανδαλουσιανό σκύλο" μπορεί κανείς να δει οτιδήποτε δεν θα περίμενε ποτέ από μία ταινία. Δεν θα δει, ωστόσο, κανέναν Ανδαλουσιανό. Ούτε και κανέναν σκύλο.


Το κυριολεκτικό περιεχόμενο της έννοιας avant-garde, είναι η ομάδα εκείνη της φρουράς που πάει μπροστά σε μία μάχη. Που ηγείται της επίθεσης, που πρώτη εισβάλλει στον εχθρικό χώρο. Και που κατά κύριο λόγο πέφτει πρώτη. Σε όρους τέχνης, το περιεχόμενο δεν διαφοροποιείται και τόσο. Avant-garde είναι η ομάδα καλλιτεχνών που πρώτη αμφισβητεί, απορρίπτει και επαναπροσδιορίζει την καλλιτεχνική γλώσσα. Αποποιείται τις νόρμες και τις φόρμες και οδηγεί μπροστά την τέχνη. Με όραμα ατόφια ιδιοτελές αλλά και ειλικρινά αλτρουιστικό, οι καλλιτέχνες της avant-garde "αυτο-ικανοποιούνται" μέσα από την ολοκλήρωση της παρθενικής, προσωπικής τους δημιουργίας, αλλά και από την συνεισφορά τους στην ουσιαστική πρόοδο της ίδιας της τέχνης.


Δεν είναι καθόλου παράξενο που η avant-garde του σινεμά εμφανίστηκε στη Γερμανία και τη Γαλλία του 1920, μόλις δύο δεκαετίες, αφότου ο κινηματογράφος άρχισε να αντιμετωπίζεται λιγότερο σαν ατραξιόν των τσίρκων και των περιφερόμενων πανηγυριών και περισσότερο ως ένα αυτόνομο μέσο διασκέδασης ή και ψυχαγωγίας. Ή ακόμα και καλλιτεχνικής έκφρασης. Η τέχνη με την πιο ραγδαία εξέλιξη από όλες και τον ταχύτερο εναρμονισμό με την ανθρώπινη αντίληψη, μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια είχε ήδη εγκλωβιστεί: σε σκηνοθετικές συνήθειες, σεναριακές κοινοτοπίες και μία σχεδόν ψυχαναγκαστική, αφηγηματική συνέπεια, μία άγονη, ρεαλιστική αναπαραστατικότητα. Η avant-garde αποτέλεσε την αναγκαία αυτοκαταστροφή και αποδόμηση του σινεμά. Ο "Ανδαλουσιανός σκύλος" έχει μείνει στην ιστορία του σινεμά ως το πιο θρασύ μπουρλότο.


Βασισμένο σε δύο όνειρα, ένα του Louis Bunuel και ένα του Salvador Dali, ο "Ανδαλουσιανός σκύλος" αποτελεί πρώτα απ' όλα το προσωπικό ημερολόγιο δύο από τις πλέον αναρχικές μορφές της τέχνης του εικοστού αιώνα. Ένθερμοι οπαδοί του Andre Bretton και του κινήματος των σουρεαλιστών, αλλά και υποστηρικτές της φροϋδικής χαρτογράφησης της ανθρώπινης συνείδησης, οι δύο καλλιτέχνες φανερώνουν στο πανί τις προσωπικές τους εμμονές. Ο Bunuel ξεκινά με την πρώτη του κιόλας ταινία, την πολυετή επίθεσή του στον καθωσπρεπισμό της μεγαλοαστικής κοινωνίας, την γραφικότητα της Εκκλησίας και σε κάθε άλλη επιβολή κοινωνικών περιορισμών. Ο Dali εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να δώσει ζωή στους πίνακές του. Το ανθρώπινο, γυναικείο κορμί, τα αεικίνητα μυρμήγκια, τα αυτόνομα ανθρώπινα μέλη, βγαίνουν από τις κορνίζες και περιφέρονται ζωντανά στο κάδρο της ταινίας. Κι όλα αυτά, σε μία ιστορία, που διαδραματίζεται "εχθές", "μετά από οκτώ χρόνια", "το ίδιο απόγευμα".


Πέρα από ένα προσωπικό εγχείρημα, ο "Ανδαλουσιανός σκύλος" παραμένει πράγματι μία σπουδαία στιγμή στην ιστορία του σινεμά. Γιατί καταγγέλλει τον ευνουχισμό της κινηματογραφικής τέχνης. Θυμίζει οι κανόνες του ρεαλισμού, της συνέχειας, της ομαλής ροής δεν αποτελούν φύση, αλλά ανωμαλία του σινεμά, έναν ανεπίτρεπτο ακρωτηριασμό της δυνατότητάς του να φέρνει μαζί στοιχεία ασύνδετα, να βασίζεται στα ίδια τα δικά του εκφραστικά μέσα, τις γραμμές, τις φόρμες, τις κινήσεις, και να αναπαριστά στιγμιότυπα πέρα από την πραγματικότητα. Γιατί το σινεμά είναι μία εμπειρία ονειρική. Ο θεατής βρίσκεται σε έναν σκοτεινό θάλαμο, καθηλωμένος, και παρακολουθεί εικόνες να προβάλλονται σε μία φωτεινή οθόνη. Η avant-garde είχε πρώτη το θάρρος να δείξει στο θεατή αυτό που όφειλε να δει, στο δεδομένο περιβάλλον: ένα όνειρο. Αποσπασματικό, ασύνδετο, βασανιστικά δυσερμήνευτο.



L'age D'or 1930


L'age D'or 1930
Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ


Σκηνοθεσία: Luis Buñuel
Σενάριο: Luis Buñuel, Salvador Dalí
Είδος: Comedy, Drama
Διάρκεια: 1h
Υπότιτλοι: PSiF
Παίζουν:
Gaston Modot = Ο άνδρας
Lya Lys = Η γυναίκα
Caridad de Laberdesque = Μαρκίσιος Chambermaid
Max Ernst = Αρχηγός των λιστών
Artigas = Κυβερνήτης
Lionel Salem = Δούκας του Blangis
Germaine Noizet = Μαρκήσιος X
Duchange = Μαέστρος της ορχίστρας
Bonaventura Ibáñez = Μαρκήσιος του X


Χρυσή Εποχή (πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά: L'Âge d'Or) είναι ο τίτλος υπερρεαλιστικής ταινίας του σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, σε σενάριο του ιδίου και του ζωγράφου Σαλβαδόρ Νταλί.[1] Αποτελεί τη δεύτερη, κατά χρονολογική σειρά, συνεργασία του Μπουνιουέλ με τον Νταλί, που ακολούθησε την δημιουργία του Ανδαλουσιανού Σκύλου (1929). Παραγωγός της ταινίας ήταν ο Le Vicomte de Noailles, ο οποίος εξασφάλισε στον Μπουνιουέλ απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Προβλήθηκε δημόσια, για πρώτη φορά, τον Οκτώβριο του 1930, στο Studio 28 του Παρισιού, προκαλώντας αρκετές αντιδράσεις, οι οποίες οδήγησαν τελικά στην απαγόρευσή της, με αφορμή ένα επεισόδιο στις 3 Δεκεμβρίου του 1930, όταν μέλη της εθνικιστικής γαλλικής Πατριωτικής Νεολαίας, διέκοψαν την προβολή της, προκαλώντας βανδαλισμούς. Μία εβδομάδα μετά το επεισόδιο, ο αρχηγός της γαλλικής αστυνομίας απαγόρευσε την ταινία εν ονόματι της διασφάλισης της δημόσιας τάξης. Μετά την επανέκδοσή της, προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Αμερική, το 1979 και στο Παρίσι το 1981. Η κριτικός κινηματογράφος Pauline Kael, περιέγραψε τη Χρυσή Εποχή ως "την περισσότερο σκανδαλώδη" ταινία του Μπουνιουέλ, "υπερρεαλιστική, ονειρική και ηθελημένα πορνογραφικά βλάσφημη".


Η ταινία έχει κοινά στοιχεία με τον Ανδαλουσιανό Σκύλο και διακρίνεται από αμιγώς υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά, δίχως να ακολουθεί μία συμβατική, λογική ακολουθία γεγονότων, αν και κεντρικό και σταθερό ρόλο στην υπόθεση διαδραματίζει ο έρωτας ενός ζευγαριού. Μέσα από μία αλληλουχία εικόνων και σκηνών, οι Μπουνιουέλ και Νταλί εκφράζονται, μεταξύ άλλων, γύρω από την αστική τάξη, το φετιχισμό ή τους θεσμούς της οικογένειας και της εκκλησίας, συχνά με διάθεση παρωδίας και πρόκλησης. Ο ίδιος ο Μπουνιουέλ έγραψε για το έργο ότι αποτελούσε μία ταινία "για ένα τρελό έρωτα, για μια ακατανίκητη έλξη, που όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, σπρώχνει τον ένα στον άλλο, έναν άντρα και μια γυναίκα που δεν καταφέρνουν ποτέ να ενωθούν".


O Μπουνιουέλ αναφέρει στην αυτοβιογραφία του πως αν και αρχικά ξεκίνησε να συνεργάζεται με τον Νταλί πάνω στη συγγραφή του σεναρίου, τελικά εξαιτίας συνεχών διαφωνιών μεταξύ τους, χώρισαν φιλικά και ολοκλήρωσε το σενάριο μόνος του. Σημειώνει ωστόσο πως ο Νταλί του έστελνε επιστολές με ιδέες, τουλάχιστον μία εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκε στην ταινία και πρόκειται για τη σκηνή κατά την οποία ένας άνθρωπος περπατά με μία πέτρα πάνω στο κεφάλι περνώντας δίπλα από ένα άγαλμα που έχει επίσης μία πέτρα στο κεφάλι.

Η ταινία στο youtube:

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

THE YOUNG ONE (1960)

THE YOUNG ONE (1960)
του Luis Buñuel
Μετά Το Βιασμό
ή
Ένα Κορίτσι Στην Αγκαλιά σου



Σκηνοθεσία: Luis Buñuel
Σενάριο: Peter Matthiessen, Hugo Butler
Παίζουν: Zachary Scott, Bernie Hamilton, Key Meersman
Διάρκεια: 95 λεπτά – Βαθμολογία: 7,6 
Ελληνικοί υπότιτλοι σε ξεχωριστό αρχείο
δικής μου μετάφρασης


Παρουσίαση από το Μπλοκ: "Ταινιοθραύστης"

Ο Λουίς Μπουνιουέλ εγκαινίασε τη δεκαετία του ’60 – μια δεκαετία στην οποία επρόκειτο να δημιουργήσει τα πλέον αναγνωρισμένα έργα του – με ένα πολύ περίεργο Β-movie, το οποίο γύρισε στο Μεξικό και αποτελεί τη μοναδική αγγλόφωνη ταινία του. Από την έναρξη κιόλας του φιλμ, με το άκουσμα του τραγουδιού «Sinner Man», γίνεται φανερό ότι πρόκειται για μια αλληγορική παραβολή πάνω στην Αμαρτία, εκεί όπου ο Παράδεισος και η Αθωότητα δοκιμάζονται, χάνονται και επανακτώνται! Αν και η τελική πράξη του έργου, δεν είναι και πολύ ξεκάθαρη με όλα τα παραπάνω…



Ένας έγχρωμος φυγάς (Bernie Hamilton), που καταδιώκεται για τον βιασμό μιας λευκής (μια τέτοια κατηγορία στον Αμερικάνικο Νότο θα μπορούσε να οδηγήσει μέχρι και σε λυντσάρισμα), καταφεύγει σε ένα ιδιωτικό νησί, στο οποίο κατοικούν μονάχα ο φύλακας (Zachary Scott) και η έφηβη εγγονή του πρόσφατα αποβιώσαντος συνεργάτη του ( την υποδύεται η Kay Meersman, η οποία παραπέμπει εμφανισιακά σε νεαρή Καρόλ Μπουκέ). Ο φύλακας κακομεταχειρίζεται την μικρή τόσο λεκτικά και σωματικά, όσο και …σεξουαλικά (όπως υπαινίσσεται το φιλμ). Όταν ο τελευταίος απουσιάσει κάποια στιγμή στην ενδοχώρα για δουλειές, ο έγχρωμος νεοφερμένος (που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Σίντνεϊ Πουατιέ του «Όταν Σπάσαμε τις Αλυσίδες» και πρωταγωνιστή των μεταγενέστερων blaxploitation) θα αναπτύξει έναν παιχνιδιάρικο αλλά σταδιακά προστατευτικό δεσμό με το κορίτσι.



Καθώς ο «κηδεμόνας» της μικρής επιστρέφει και ανακαλύπτει πως ο άγνωστος «επισκέπτης» έχει στην κατοχή του ένα από τα κυνηγετικά του όπλα – κραυγαλέο «φαλλικό» σύμβολο που ενεργοποιεί (πέρα από το ήδη ξεκάθαρο φυλετικό ζήτημα) τα αντανακλαστικά του – η ένταση ανάμεσα στους δύο άντρες κορυφώνεται. Με τον κλοιό του φιλμ να συστρέφεται γύρω από τους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες, η απειλή στην ατμόσφαιρα από τις αντικρουόμενες «ορμές» τους δίνεται από τον Μπουνιουέλ με έναν πρωτότυπο τρόπο : με παρεμβολές των πολύβουων εντόμων (κυρίως των μελισσών στις κυψέλες από όπου συλλέγει το μέλι η μικρή ηρωίδα) που θυμίζουν τα πρώιμα σουρεαλιστικά του έργα και με την ηχητική μπάντα από τα τζιτζίκια που παιχνιδίζουν στους αγρούς να μετατρέπεται σε κρεσέντο κάθε φορά που η ένταση του φιλμ κορυφώνεται!



Για πρώτη φορά, ο Μπουνιουέλ μοιάζει στ’ αλήθεια απασχολημένος - κι όχι απλά να διασκεδάζει – προσπαθώντας να ζωντανέψει τούτο το παράξενα διεστραμμένο υλικό που έχει στα χέρια του (το στόρι βασίζεται σε ένα σύντομο διήγημα με τίτλο «Travelin Man» του Αμερικανού Peter Matthiessen) και το οποίο απαρτίζεται από κλαρινέτα (ο φυγάς είναι πρώην μουσικός της jazz), χειροβομβίδες και φετιχιστικά σύμβολα μιας σκανδαλιστικής αθωότητας (ρούχα, καπέλα, ψηλοτάκουνα παπούτσια, μέχρι και το μέλι κι ο τρόπος με τον οποίο η μικρή πρωταγωνίστρια βουτάει το δάχτυλο σε αυτό ή αδειάζει την κηρήθρα σαν να «στραγγίζει» τα υπολείμματα των χυμών μιας ερωτικής κορύφωσης), μέχρι τελετές βάπτισης, κοτόπουλα που κατασπαράσσονται από σαρκοφάγα ζώα και παγίδες για κουνέλια. Ταυτόχρονα αναζητά διαρκώς επινοητικές μεθόδους για να παρακάμψει την αυξημένη λογοκρισία που θα τον ακολουθούσε μετά το πέρασμά του από την Αμερική, όπως το χαμήλωμα της κάμερας στα πόδια του κοριτσιού την ώρα που το τελευταίο βρίσκεται στο ντους ή μια σκηνή διαλόγου στην αρχή του φιλμ, ανάμεσα στον φύλακα και την «προστατευόμενη» του, που εκτυλίσσεται πίσω από ένα κλειστό παράθυρο χωρίς να μπορούμε να ακούσουμε τι ακριβώς συζητιέται – με συνέπεια να φανταζόμαστε την… «βρώμικη» στιχομυθία!



Είναι εμφανές πως ο Μπουνιουέλ ενδιαφέρθηκε εδώ πολύ περισσότερο να προβεί σε ένα κάστινγκ χαρακτήρων, απ’ ότι να ασχοληθεί με τις ιδιαιτερότητες της σκηνοθεσίας των ηθοποιών του. Οι χαρακτήρες του διαθέτουν περισσότερο περιγραφές με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά (φυγάς, λολίτα, ρατσιστής, εκπρόσωπος της διεφθαρμένης εξουσίας, παπάς) παρά ονόματα, και τείνουν να αλληλεπιδρούν μέσω αυτών, προσδίδοντας στο γενικότερο κλίμα και ύφος του φιλμ μια αφηρημένη χροιά και μια αποσπασματικότητα – αν και το «απομονωμένο σκηνικό» στο οποίο εξελίσσεται του παρέχει το άλλοθι να μην υποχρεούται να μοιάζει απόλυτα ρεαλιστικό. Η ερμηνεία του Scott επιχειρεί κάτι γενναίο (και ενδεχόμενα «επιζήμιο» για την καριέρα του) : ενσαρκώνει έναν παιδεραστή, χαρακτήρα που το κινηματογραφικό κοινό – κι ας βρισκόμαστε στις αρχές του ’60 – δεν είχε μάθει ακόμα να αποδέχεται!



Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Las Hurdes (1933)

Las Hurdes (1933)
Γη χωρίς ψωμί




Σκηνοθεσία:s Buñuel









Οι Hurdanos που κατοικούν την περιοχή  της Ισπανίας που αποκαλείται Las Hurdes, πιστεύεται πως προέρχονται από πρόσφυγες που κυνηγήθηκαν για θρησκευτικούς ή πολιτικούς λόγους. Οι πρόγονοί τους κατέφυγαν σε άγονη και πετρώδη περιοχή για να γλυτώσουν τον κατατρεγμό. Οι κάτοικοι του «Las Hurdes» εκείνης της εποχής ζουν κυριολεκτικά στην αθλιότητα. Η λέξη «ψωμί» είναι άγνωστη για τους περισσοτέρους. Ο δάσκαλος του σχολείου μοιράζει από μια φέτα ψωμί στα παιδιά, αλλά αυτά υποχρεώνονται να το τρώνε παρουσία του, διότι υπάρχει ο φόβος πως οι γονείς θα τους το αρπάξουν άμα το πάνε σπίτι!



Από συνθήκες υγιεινής; Ας μη το συζητούμε.


Ο αναρχικός Roman Acin, συζητώντας μια μέρα με τον Bunuel, του είπε πως αν κέρδιζε το λαχείο θα τον χρηματοδοτούσε  να γυρίσει ταινία με θέμα την περιοχή Las Hurdes. Πράγματι, αυτός κέρδισε στο λαχείο 100.000 πεσέτες και έδωσε στον Bunuel τις 20.00 για να πραγματοποίηση την ταινία. Αυτός εξόδευσε τις 4.000 για την αγορά ενός FIAT, και με τα υπόλοιπα συγκρότησε συνεργείο  και άρχισε την κινηματογράφηση. Η λέξη «Ντοκιμαντέρ» ήταν άγνωστη εκείνη την εποχή. Είχε προηγηθεί το 1922 το στημένο Ντοκιμαντέρ « Ο Nanook του Βορρά», όπου περιγράφεται η ζωή των Εσκιμώων στους πάγους της
Αρκτικής, αλλά από κει και πέρα τίποτα. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το παρόν ντοκιμαντέρ είναι στημένο, ωστόσο ορισμένες σκηνές ήταν αναπόφευκτο ν στηθούν. Δεν μπορούσε π.χ. το συνεργείο να περιμένει πότε θα συμβεί ο θάνατος ενός παιδιού για να μας περιγράψει τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση. Στήθηκε λοιπόν το γεγονός για να μας αναφέρει ότι στα χωριά αυτά δεν υπάρχει ούτε νεκροταφείο! Οι νεκροί μεταφέρονται με 1.000 βάσανα σε γειτονικά χωριά για να ταφούν.


Επίσης το συνεργείο σκότωσε έναν γάιδαρο για να μας δείξει πως θανατώνονται συχνά αυτά τα ζώα από τσιμπήματα μελισσών όταν ανατρέπονται κηρύθρες που μεταφέρουν. Επίσης πυροβόλησαν δύο κατσίκες για να μας δείξουν ότι στις απότομες αυτές πλαγιές συμβαίνουν συχνά ατυχήματα σε αυτά τα ζώα, και έτσι είναι ο μόνος τρόπος για τους Hurdanos, να φάνε κατσικίσιο κρέας. Γενικά το έργο αυτό του Bunuel δεν περιέχει ούτε ίχνος σουρεαλισμού. Τα γεγονότα κινηματογραφούνται ως έχουν και είναι γροθιά στο στομάχι ημών των υπολοίπων. Είναι κάτι παραπάνω από φανερή η πρόθεση να κατηγορηθεί ο καπιταλισμός ως κύριος υπεύθυνος για τα συμβαίνοντα, καθώς να αποκαλυφθεί και η ευθύνη της εκκλησίας, Δεν φαίνεται να προσφέρει και σπουδαία πράγματα στους δεινοπαθούντες, παρόλο τον πλούτο που επιδεικνύει.
Η ταινία ήταν στην αρχή βωβή. Το 1935 προσετέθη φωνητικός σχολιασμός καθώς και μουσική. Περιττό να πω ότι η ταινία  απαγορεύτηκε στην Ισπανία του Φράνκο.
Με μια  εμβόλιμη σίγουρα προθήκη του Bunuel στο τέλος της ταινίας, προσπαθεί να ενδυναμώσει την υποστήριξη του λαού προς το λαϊκό μέτωπο και να καταδικάσει το εκδηλωθέν πραξικόπημα των στρατιωτικών υπό τον Φράνκο.
Για την ιστορία να πούμε ότι σήμερα η περιοχή Las Hurdes δεν έχει καμία σχέση με αυτά που περιγράφονται στην ταινία. Είναι παράδειγμα προς μίμηση για τον αγροτουρισμό της. Τα καταπράσινα βουνά της προσελκύουν πλήθος τουριστών, που απολαμβάνουν τα γάργαρα τρεχούμενα νερά και τις φυσικές πισίνες. Νόστιμα φαγητά και φιλικοί κάτοικοι καθιστούν το μέρος must για τον τουρίστα.
Οι υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Η ταινία στο youtube:
https://www.youtube.com/watch?v=6KIiwB5YW-s