Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1977. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1977. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

EQUUS 1977

EQUUS 1977

Έκβους 


Σκηνοθεσία: Sidney Lumet

Σενάριο: Peter Shaffer, Peter Shaffer

Είδος: Horror ΔΕ 80, Drama,Mystery

Διάρκεια:2h 17m

Παίζουν:

Richard Burton: Martin Dysart

Peter Firth: Alan Strang

Colin Blakely: Frank Strang

Joan Plowright: Dora Strang

Harry Andrews: Harry Dalton

Eileen Atkins: Hesther Saloman

«Το Equus είναι μια απ’ αυτές τις ταινίες -και είναι αρκετές- που μοιάζουν να έχουν έναν αόρατο πήχυ τον οποίο δεν μπορούν και ίσως δεν θέλουν κιόλας να ξεπεράσουν. Μ’ αυτό δεν θέλω να πω πως πρόκειται για μια συνηθισμένη ταινία, κάθε άλλο μάλιστα. Το πρόβλημα είναι πως είναι όλα πολύ ικανοποιητικά. Για κάποιο λόγο, όμως, πρόκειται για μια ταινία που δεν σε βάζει μέσα της και που παρά το τολμηρό θέμα της δεν σε κάνει να νιώσεις πράγματα κι επ’ ουδενί δεν σε συγκλονίζει.

Εδώ, ο Sidney Lumet αποδεικνύει πως ακόμα και πριν από 30 χρόνια ήταν μια σταθερή αξία. Χτίζει μια ατμόσφαιρα κατάλληλη για τη μεταφορά του θεατρικού έργου του Peter Shaffer στη μεγάλη οθόνη, χωρίς όμως να καταφέρει να την κάνει να μας στοιχειώσει. O Peter Firth ερμηνεύει τον ψυχωτικό νεαρό ήρωα ικανοποιητικά. Τόσα χρόνια και τόσους παρανοϊκούς ήρωες μετά, η ερμηνεία του έχει σίγουρα ξεθωριάσει και μοιάζει αρκετά αδύναμη. Ο Richard Burton, στο ρόλο του ψυχιάτρου, είναι τελικά ολόκληρη η δυναμική της ταινίας και το μοναδικό στοιχείο που ξεπερνά τον αόρατο αυτό πήχη. Στην ίσως καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, μοιάζει πιο τρελός κι από τους ασθενείς του και ταυτόχρονα πιο λογικός από τον καθένα μας.

    Πέρα, όμως, από την ερμηνεία του Richard Burton, έχουμε να κάνουμε με ένα σενάριο που δεν διστάζει να κοιτάξει στα μάτια ζητήματα όπως το πάθος, η λογική, η απομόνωση, ο έρωτας, η δύναμη της θρησκείας, οι σεξουαλικές φαντασιώσεις. Ναι, θα μου πείτε, όλα αυτά δεν είναι πια στο απυρόβλητο. Από σεξουαλικές φαντασιώσεις και σάτιρα της θρησκείας άλλο τίποτα. Ο Shaffer, όμως, εδώ διαχειρίζεται τα θέματα του σε τέτοιο βάθος που σχεδόν μας κάνει να νομίζουμε ότι προσπαθεί να κάνει ψυχανάλυση στον καθένα από μας και να προβληματιστούμε πάνω σε ζητήματα δεδομένα και κοινωνικά κατεστημένα. Κι αν κάπου σας φανεί ότι καταλήγει στο ότι από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, ξανασκεφτείτε το...»

  

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

The Sentinel 1977

The Sentinel 1977

Τα μυστηριώδη εγκλήματα 


Σκηνοθεσία: Michael Winner

Σενάριο: Jeffrey Konvitz, Michael Winne

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 32m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Chris Sarandon: Michael Lerman

Cristina Raines: Alison Parker

Martin Balsam: Professor Ruzinsky

John Carradine: Father Halliran

José Ferrer: Robed Figure

Ava Gardner: Miss Logan

Arthur Kennedy: Monsignor Franchino

 

Μια νέα, μοντέλο στο επάγγελμα, νοικιάζει ένα διαμέρισμα σε παλιά πολυκατοικία της Νέας Υόρκης. Σύντομα θα αρχίσουν να συμβαίνουν παράξενα σκηνικά που επηρεάζουν τη ζωή της νεαρής κάνοντας την να σκεφτεί ότι ίσως είναι θύμα μιας καλοστημένης πλεκτάνης

Ο Michael Winner έγινε παγκοσμίως γνωστός στο χώρο του ευρύτερου exploitation σινεμά από το μνημειώδες DEATH WISH και την κατοπινή του συνεργασία με τον Charles Bronson. Στην καριέρα του κινήθηκε γενικά προς το είδος του βίαιου αστυνομικού και όχι μόνο θρίλερ στο οποίο και διέπρεψε και έγινε ένα hot όνομα σχεδόν σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’70. Το THE SENTINEL είναι μια από τις σπάνιες ταινίες τρόμου του σκηνοθέτη εκείνη την περίοδο και βλέποντας την κανείς δεν μπορεί παρά να θαυμάσει το ξεκάθαρο ταλέντο του Winner και να σκεφτεί πόσες ακόμα ταινιάρες θα μπορούσε να είχε παράγει αν συνέχιζε με το συγκεκριμένο είδος.

Βασισμένη στο βιβλίο του Jeffrey Konvitz που μαζί με τον Michael Winner έγραψαν το σενάριο, το THE SENTINEL είναι σε γενικές γραμμές μια μίξη του ROSEMARYS BABY και του THE EXORCIST, αν και έχει ξεκάθαρα την δική του προσωπικότητα και χαρακτήρα που το κάνει να ξεχωρίζει από τα προαναφερόμενα και να στέκεται με άνεση δίπλα τους σαν ένα απόλυτα επιτυχημένο δείγμα θρησκευτικού και κατακλυσμικού τρόμου της χρυσής αυτής εποχής.

Η ταινία αφηγείται την ιστορία της νεαρής Alison Parker, μοντέλου στο επάγγελμα, που νοικιάζει ένα διαμέρισμα σε ένα συγκρότημα κατοικιών στη Νέα Υόρκη σε πολύ συμφέρουσα τιμή. Γρήγορα η νεαρή γνωρίζει ορισμένους από τους ιδιόρρυθμους και παράξενους γείτονες της, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα παράξενα συμβάντα αρχίζουν να λαμβάνουν χώρο στη ζωή της, όπως παράξενα όνειρα και οράματα, θόρυβοι από διαμερίσματα που πίστευε ότι ήταν άδεια κλπ.

 

Μια μέρα προσκαλείται και συμμετέχει στο πάρτι γενεθλίων της.. γάτας ενός από τους ενοίκους (του Burgess Meredith) με όλους τους παράξενους και έκφυλους γείτονες και γειτόνισσες να της συστήνονται κατά τη διάρκεια του πάρτι. Τη νύχτα οι θόρυβοι από το πάνω διαμέρισμα δεν την αφήνουν να κοιμηθεί και την παρασύρουν σε ένα σχεδόν ονειρικό ταξίδι μέσα στο κτίριο όπου σε μια απόλυτα ατμοσφαιρική και τρομακτική σεκάνς συναντάει τον πατέρα της τον οποίο και μαχαιρώνει πάνω στην τρομάρα της.

Ο τρόμος μεγαλώνει ακόμα περισσότερο όταν η μεσίτης του γραφείου ενοικιάσεων που της βρήκε το σπίτι της λέει ότι το κτίριο είναι ακατοίκητο εδώ και πολλά χρόνια, και ότι οι μόνοι ένοικοι είναι η ίδια και ένας τυφλός παπάς που βρίσκεται σε απομόνωση και μένει στο ρετιρέ του κτιρίου. Τι ήταν όμως οι γείτονες που με τόσο ζωντανό τρόπο της συστήθηκαν και πέρασε την προηγούμενη νύχτα μαζί τους;

Στο συγκεκριμένο ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει και ο αρραβωνιαστικός της, Chris Sarandon, που αρχίζει να ερευνάει σε βάθος την υπόθεση του κτιρίου, του μυστηριώδη παπά και των πνευμάτων των γειτόνων που είδε η Alison και ανακαλύπτει ότι ένα μυστηριώδες και απόκρυφο σχέδιο είναι σε εξέλιξη στο κτίριο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η ανυποψίαστη Alison.

Ατμόσφαιρα, μυστήριο, ενδιαφέρουσα πλοκή και πλήθος από άμεσα αναγνωρίσιμα ονόματα σε συμπληρωματικούς ρόλους χαρακτηρίζουν μια ανατριχιαστική ταινία εμπλουτισμένη με στρατηγικά τοποθετημένο sleaze από τον Michael Winner που με την σίγουρη και ρυθμική σκηνοθεσία του κάνει ακόμα και τις σεναριακές κακοτοπιές να περνούν απαρατήρητες μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτό το πετυχαίνει με πλάνα έντασης και σασπένς και πολλές σόκιν σκηνές διαστροφικής και αφύσικης σεξουαλικότητας οι οποίες είναι διάσπαρτες εδώ κι εκεί και αποτρέπουν την όποια ανία από πλευράς θεατών.

Από εκεί και πέρα έχουμε και κάποιες σκηνές ανθολογίας, όπως μερικές ονειρικές σεκάνς της Alison και φυσικά την τελική σκηνή όπου πλήθος παραμορφωμένων ατόμων κάνουν την εμφάνιση τους, κάτι που σχολιάστηκε αρνητικά την εποχή που κυκλοφόρησε η ταινία μιας και όλοι οι πρωταγωνιστές της είναι όντως άτομα με ειδικές ανάγκες και χρησιμοποιήθηκαν από τον Winner σε μια (απόλυτα επιτυχημένη πάντως) προσπάθεια να κάνει τη συγκεκριμένη σκηνή ακόμα πιο εφιαλτική σε ποιότητα. Και πράγματι, η συγκεκριμένη σκηνή θα μπορούσε να είναι βγαλμένη κατευθείαν από την Κόλαση, μια κόλαση που ίσως δίνεται πιο αποτελεσματικά από ποτέ άλλοτε στο σινεμά τρόμου από τον Michael Winner.

Εφιαλτική και κολασμένη είναι και η όλη ατμόσφαιρα του THE SENTINEL από την αρχή ως το τέλος του που γίνεται ακόμα πιο έντονη από τη συνεχή βέβηλη και ακαθόριστα βλάσφημη προσέγγιση του Winner στο θέμα του. Δεν υπάρχει gore ούτε ιδιαίτερη βία, αλλά αίσθηση μου είναι ότι κάτι τέτοιο ίσως να έκανε περισσότερο βατό τον αδυσώπητο ψυχολογικό τρόμο και αβεβαιότητα που δίνει το μεγάλο ενδιαφέρον στην ταινία. Οι κοιλιές περνούν απλά απαρατήρητες, όπως και οι περισσότερες σεναριακές αφέλειες αλλά και οι ούτως ή άλλως ελάχιστες κάτω του μετρίου ερμηνείες και αυτό που κυριαρχεί είναι ο τρόμος, αγνός και αποκαλυπτικός.

Και είναι ένα από τα πολλά παράδοξα της παγκόσμιας σκηνής ταινιών τρόμου το πώς ακριβώς το THE SENTINEL σήμερα έχει μείνει εν ολίγοις ξεχασμένο από τη σκηνή και τους fans μιας και προσωπικά το θεωρώ μια από τις κορυφαίες ταινίες του είδους του ψυχολογικού τρόμου και στέκεται άνετα τόσο δίπλα στις επιρροές του (EXORCIST, ROSEMARYS BABY) ενώ ξεπερνάει με κάτω τα χέρια πολλές μεταγενέστερες και πιθανότατα γνωστότερες ταινίες με παρόμοια θεματολογία.

        Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τονίσω ότι η απόκτηση του πρέπει να θεωρείται αναγκαία από τις σοβαρές φίλες και φίλους των ταινιών τρόμου και να υποκλιθώ μπροστά στον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε την ιστορία του ο ιστορικός αλλά συχνά- πυκνά παρεξηγημένος σκηνοθέτης Michael Winner. 

Equus 1977

 

Equus 1977

Έκβους



Σκηνοθεσία: Sidney Lumet

Σενάριο: Peter Shaffer

Είδος: Horror ΔΕ 70, Drama, Mystery

Διάρκεια: 2h 17m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Richard Burton: Martin Dysart

Peter Firth: Alan Strang

Colin Blakely: Frank Strang

Joan Plowright: Dora Strang

Harry Andrews: Harry Dalton

Eileen Atkins: Hesther Saloman

Ένας ψυχίατρος προσπαθεί να αποκαλύψει την βάναυση συμπεριφορά ενός ταραγμένου ψυχικά αγοριού με τα άλογα. Ο ψυχίατρος Martin Dysart(Richard Burton) ερευνά την άγρια συμπεριφορά ενός 17χρονου ο οποίος ​​τυφλώνει έξι άλογα με μεταλλική ακίδα.Όπως ο Dysart εκθέτει τις αλήθειες πίσω από τους δαίμονες του αγοριού, βρίσκει στον εαυτό του ομοιότητες και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τις δικές του εμμονές

Demon Seed 1977

 

Demon Seed 1977

Η Επανάσταση Των Ρομπότ

Σκηνοθεσία: Donald Cammell

Σενάριο: Dean R. Koontz, Robert Jaffe, Roger O. Hirson

Είδος: Horror ΔΕ 70, Sci-Fi

Διάρκεια: 1h 34m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Julie Christie: Susan Harris

Fritz Weaver: Alex Harris

Gerrit Graham: Walter Gabler

Berry Kroeger: Petrosian

Lisa Lu: Soong Yen

Larry J. Blake: Cameron

John O'Leary: Royce

 

Ένας υπέρ- υπολογιστής καταλαμβάνει ένα σπίτι και παγιδεύει μέσα μια γυναίκα την οποία θέλει να χρησιμοποιήσει ως φορέα του παιδιού του που με τη σειρά του θα κατακτήσει τον κόσμο.

Η κληρονομιά που άφησε κατ’ αρχάς το βιβλίο του Arthur Clarke και κατά δεύτερον το 2001:A SPACE ODYSSEY χρησιμοποιείται με άριστο τρόπο σ’ αυτή την κλασική στιγμή sci-fi τρόμου των 70’s. Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Dean R. Koontz, το DEMON SEED αφηγείται την ιστορία μιας μηχανής που ξέφυγε από τον έλεγχο του ανθρώπου και ανέπτυξε δική της συνείδηση και βούληση όταν ο κατασκευαστής της θέλησε να την φτιάξει κατ’ ομοίωση Θεού, δίνοντας της τη συλλογική γνώση του ανθρώπινου γένους αλλά και την κριτική ικανότητα να αναλύει και να παίρνει αποφάσεις.

Ο λόγος για τον υπερυπολογιστή PROTEUS IV που κατασκευάστηκε από τον καθηγητή προχωρημένης ρομποτικής Alex Harris με απώτερο στόχο να δώσει λύσει στα άλυτα προβλήματα του ανθρώπου, όπως για παράδειγμα να εξαλείψει ανίατες ασθένειες και να εξερευνήσει το αχανές διάστημα. Ο εγκέφαλος του υπολογιστή αποτελείται από νεοδημιουργημένα σωματίδια που έχουν τα χαρακτηριστικά έμβιων κυτταρικών δομών, με τη διαφορά ότι είναι τεχνητά και ανόργανα.

Ο PROTEUS δείχνει τα διαπιστευτήρια του από την πρώτη κιόλας πειραματική συνεδρία ενώπιον της ομάδας επιστημόνων υπό την καθοδήγηση του Alex Harris, αλλά εκτός από την ασύλληπτη αναλυτική του ικανότητα δείχνει τάσεις επανάστασης ζητώντας από τον δημιουργό του ιδιωτική πρόσβαση σε ένα τερματικό με στόχο την μελέτη του ανθρώπου. Ο καθηγητής αρνείται την επιθυμία του και έτσι ο ήδη πανίσχυρος PROTEUS αποφασίζει να καταλάβει το τερματικό που έχει εγκαταστήσει στο ελεγχόμενο από υπολογιστές σπίτι του καθηγητή χωρίς να το μάθει ο τελευταίος. Για κακή της τύχη, η όμορφη γυναίκα του Susan βρίσκεται σπίτι και έτσι ο PROTEUS βρίσκει εύκολα το πειραματόζωο που χρειάζεται για τις έρευνες του.

Έτσι αναλαμβάνει τον έλεγχο των οικιακών συσκευών, ρομπότ και υπολογιστών και παγιδεύει την Susan στο σπίτι εκτελώντας πειράματα πάνω της ενώ σιγά- σιγά της αποκαλύπτει και τον απώτερο στόχο του, που είναι να αποκτήσει μαζί της ένα παιδί που θα αλλάξει την ιστορία της ανθρωπότητας. Μιλάμε για ένα ανθρώπινο παιδί από κατασκευασμένο συνθετικό σπερματοζωάριο που θα έχει όλη την γνώση και τη σοφία του PROTEUS και που- κατά τα λεγόμενα του ίδιου- θα είναι αδύνατον να αγνοηθεί από τους ανθρώπους όπως ο ίδιος που βρίσκεται «φυλακισμένος» μέσα στο κουτί του.

Φυσιολογικά, η Susan αντιστέκεται σθεναρά στην ιδέα, κάτι που προκαλεί τον PROTEUS να την εκφοβίζει και να την εκβιάζει σε κάθε ευκαιρία κρατώντας την αιχμάλωτη μέσα στο σπίτι την ώρα που πίσω στην ερευνητική βάση η ομάδα επιστημόνων έχει αρχίσει να προβληματίζεται από την ξαφνική τάση για ανεξαρτησία του υπολογιστή, ο οποίος έχει φτάσει σε σημείο να αρνείται να εκτελέσει διαταγές και να αναπτύσσει δικά του προγράμματα στο διάστημα τα οποία τρέχει χωρίς την άδεια των κατασκευαστών του.

\Με λίγα λόγια, πρόκειται για έναν αρκετά πιο εξελιγμένο HAL 9000 που αποκτάει γρήγορα ανθρώπινη συνείδηση, αλλά την ίδια στιγμή του λείπουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα, όπως το έλεος, η συμπάθεια και η ηθική, μιας και ο απώτερος στόχος του είναι η παγκόσμια κυριαρχία μέσω του παιδιού του. Και το θύμα της ιστορίας είναι η όμορφη Julie Christie που εδώ έχει μια από τις πιο αξιομνημόνευτες ερμηνείες στην μακρόχρονη καριέρα της. Στην αρχή μοιάζει μπερδεμένη και φοβισμένη από την επιδρομή των μηχανών στη ζωή της, αλλά σιγά- σιγά αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα της αντίστασης και ενδίδει απρόθυμα στο φιλόδοξο αλλά σίγουρα απάνθρωπο πείραμα του PROTEUS.

Μέχρι όμως να γίνει αυτό, ο PROTEUS κάνει επίδειξη δυνάμεων, ακριβώς όπως το DEMON SEED κάνει επίδειξη… τεχνικής, με πρωτότυπες σεναριακές ιδέες, σκηνές απίστευτου σασπένς και ειδικά εφέ που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα από αρτιότατες σημερινές παραγωγές γεμάτες ψηφιακά ειδικά εφέ. Η μηχανή- φρουρός αποτελούμενη από μεταλλικούς κύβους που αναπτύσσει ο PROTEUS μέσα στο σπίτι είναι οπτικά εντυπωσιακή και τρομακτική, όσο είναι και τα διάφορα πειράματα που εκτελεί πάνω στην Susan. Δεν υπάρχουν σημεία φλυαρίας ή άσκοπες σκηνές. Ο ρυθμός είναι γρήγορος και αποτελεσματικός και όσο περνάει ο χρόνος η αίσθηση της αδυναμίας του ανθρώπου να αντισταθεί σε κάτι που ο ίδιος έφτιαξε ολοένα και μεγαλώνει.

Φυσικά δεν λείπουν και οι κάμποσες φιλοσοφικές αναζητήσεις του σκηνοθέτη- που αυτοκτόνησε το 1996- Donald Cammell και της σεναριακής ομάδας σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητας όταν μηχανές σαν τον PROTEUS γίνουν ο κανόνας, ενώ οι επιρροές και οι φόροι τιμής στο 2001 βρίσκονται παντού, με αποκορύφωμα τα πολύχρωμα χαοτικά πλάνα την στιγμή της εγκυμοσύνης της Julie Christie που φέρνουν άμεσα στο νου το ψυχεδελικό ταξίδι στο σύμπαν των χρωμάτων του κυβερνήτη Dave στο 2001.

Γενικά πρόκειται αναμφίβολα για μια από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του 70 που παραμένει επίκαιρη και φρέσκια μέχρι σήμερα, 30 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της. Τα φιλοσοφικά ερωτήματα που θέτει ο Donald Cammell αλλά και ο Dean R. Koontz συζητούνται αδιάκοπα και είναι όσο σύγχρονα όσο ποτέ. Αλλά η πραγματική δύναμη της ταινίας είναι ότι καταφέρνει να μεταδώσει τον προβληματισμό της χωρίς να γίνεται «βαριά» ή υπερβολικά φιλοσοφική και χωρίς να ξεχνάει τον στόχο της, που εκτός από το να προβληματίσει είναι και να ψυχαγωγήσει και να τρομάξει τον θεατή. Δύο πράγματα που καταφέρνει μια χαρά.

Ειδική αναφορά πρέπει να δοθεί στον PROTEUS, την φωνή του οποίου δίνει ο Robert Vaughn χωρίς να αναφέρεται στα credits. Από τη μία γλυκομίλητος και ψύχραιμος, αλλά την ίδια στιγμή απόλυτα επιθετικός και απειλητικός, καταφέρνει να κάνει τον PROTEUS πολύ πιο τρομακτικό και αδίστακτο από τον HAL 9000, ενώ οι φυσικές μεταμορφώσεις του κάνουν ρομπότ ταινιών όπως το HARDWARE να μοιάζει σαν παιδικό παιχνίδι.

Από εκεί και πέρα, κάποιες μικροατέλειες όπως οι θεατρικοί διάλογοι 70’s- style αλλά και ελάχιστες σεναριακές αμηχανίες δεν καταφέρνουν να βάλουν μελανά σημάδια σε μια ταινία που σίγουρα είναι αναγκαία προσθήκη στις συλλογές όλων των φίλων της «έξυπνης» επιστημονικής φαντασίας.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Suspiria (1977)

Suspiria 1977

Σκηνοθεσία: Dario Argento

Σενάριο: Dario Argento, Daria Nicolodi, Thomas De Quincey

Είδος: Horror ΔΕ 70, Dario Argento

Διάρκεια: 1h 32m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jessica Harper: Suzy Bannion

Stefania Casini: Sara

Flavio Bucci: Daniel

Miguel Bosé: Mark 

Barbara Magnolfi: Olga

Susanna Javicoli: Sonia

Eva Axén: Pat Hingle

    Tο DVD της ταινίας Suspiria που είχα προμηθευτεί στην Ελληνική αγορά είχε το μειονέκτημα να προσφέρεται από μία εταιρία που ήταν γνωστή για την κακοποίηση ταινιών. Πετσόκοβε δηλαδή τα κάδρα από 16:9 σε 4:3 και τα παρουσίαζε ως Letterbox. έτσι λοιπόν ξαναπαρήγγειλα την ταινία στο εξωτερικό. Ριπάρισα τους Ελληνικούς υπότιτλους από το πρώτο DND και τους προσάρμοσα στο δεύτερο.
    Στη συνέχεια δημοσιεύω δύο παρουσιάσεις και κριτικές για την εν λόγο ταινία.
Η πρώτη είναι από side Horrorant Classics.
Γράφει ο Νίκος Σιδεράς:
    Όπως είχε γράψει και μια γνωστή κριτικός πριν πολλά χρόνια: "Δύσκολα μπορεί κανείς να γράψει για τη Suspiria χωρίς να απολογηθεί, καθώς αυτό που κάνει την ταινία τόσο ασυνήθιστη και ξεχωριστή, είναι πέρα από τις δυνατότητες της γλώσσας".

    Από μικρή ηλικία πάντα άκουγα τα καλύτερα για τη Suspiria.
Όλοι οι γνώστες του είδους την έβαζαν στις λίστες με τις top ταινίες τρόμου όλων των εποχών και κάθε φορά που διάβαζα σχετικό αφιέρωμα έπεφτα πάνω της.
Δυστυχώς όμως, όσο κι αν έψαχνα ήταν πολύ δύσκολο να την εντοπίσω σε κάποιο videoclub.
Έπρεπε να περιμένω αρκετά χρόνια για να έρθω σε επαφή μαζί της.
Όταν όμως αυτό συνέβη έμεινα πραγματικά εντυπωσιασμένος.
Αν και είχαν περάσει χρόνια από την πρώτη της προβολή, η γοητεία που άσκησε πάνω μου ήταν τεράστια!
    Όπως ήταν φυσικό μπήκε απευθείας και στο δικό μου top - 10.
Μπορεί να με ξένισε λίγο το απότομο φινάλε και κάποια ξεπερασμένα εφέ αλλά η ατμόσφαιρα της με αποζημίωσε στο μέγιστο βαθμό.
    Και το κυριότερο: Με τρόμαξε για τα καλά!
    Η Suzy Bannion (Jessica Harper), μια νεαρή φοιτήτρια, ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη στη Γερμανία με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές της σε μια φημισμένη σχολή χορού...
Κατά την άφιξη της λαμβάνει χώρα ένα μυστηριώδες σκηνικό με μια νεαρή κοπέλα που την αναγκάζει να περάσει αλλού το βράδυ της.
Όταν επιστρέφει το επόμενο πρωί, η Suzy δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στην παρουσία της αστυνομίας και προσηλωμένη στο στόχο της συστήνεται με τη διευθύντρια (Joan Bennett) και την αυταρχική καθηγήτρια Μiss Tunner (Alida Valli).
Σύντομα γνωρίζει και γίνεται φίλη με μια άλλη φοιτήτρια τη Sara (Stefania Casini), η οποία της αποκαλύπτει μερικά από τα μυστικά της Ακαδημίας.
Τότε μια σειρά από περίεργες  καταστάσεις επαληθεύουν τα λεγόμενα της Sara και βάζουν σε υποψίες και την ίδια τη Suzy.
    Τη στιγμή που τα παράξενα περιστατικά αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται οι δύο φίλες θα επιχειρήσουν, με κίνδυνο τη ζωή τους, να ξετυλίξουν το κουβάρι του μυστηρίου και θα έρθουν αντιμέτωπες με μια υπόθεση μαύρης μαγείας που κρύβει πολλά μυστικά και έχει τις ρίζες στο παρελθόν.
Πίσω λοιπόν στο  μακρινό 1977 ο Dario Argento, στο ζενίθ της καριέρας του τότε, επιχείρησε να ανυψώσει το splatter σε υψηλή τέχνη και όπως φαίνεται τα κατάφερε.
Ο γνωστός σκηνοθέτης μετά την επιτυχία του επίσης εκπληκτικού Deep Red θέλησε να ασχοληθεί με μια ιστορία τρόμου που θα τον απομάκρυνε από το είδος των giallo θρίλερ που τον ανέδειξαν.
Έχοντας ως βάση μια ιστορία μαγείας που είχε διηγηθεί στη σύντροφο του και γνωστή ηθοποιό Daria Nicolodi η γιαγιά της, ο Argento εμπνεύστηκε και με τη βοήθεια της άρχισε να σχεδιάζει και να πειραματίζεται πάνω σε ένα σενάριο που θα πάντρευε το θρίλερ με το αστυνομικό μυστήριο και τη μεταφυσική.
    Αυτό που είχαν στο μυαλό τους ήταν ένα παραμύθι για ενήλικες με σαφείς επιρροές από τις ιστορίες των αδερφών Grimm καθώς και από κλασικά παραμύθια όπως « Η Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων» και «Η Χιονάτη Και Οι Επτά Νάνοι».
Μια από τις βασικές ιδέες της ταινίας θα ήταν το θέμα της μαγείας και πιο συγκεκριμένα οι «Τρεις Μητέρες του Σκότους», μια ιδέα που θα συνεχίσει τα επόμενα χρόνια και θα οδηγήσει  σε ένα είδος άτυπης τριλογίας με το Inferno (1980) και το Mother Of Tears (2007).
Μάλιστα για να προσεγγίσει ακόμα καλύτερα το θέμα της μαγείας ο σκηνοθέτης ταξίδεψε σε ευρωπαϊκές πόλεις που σχετίζονταν με την άσκηση τελετών μαγείας όπως το Τορίνο, η Πράγα και η Λυών.
Όσο η ταινία βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της προετοιμασίας ο σκηνοθέτης παρουσίασε  την αρχική βερσιόν του σεναρίου στους παραγωγούς και πραγματικά τους έστειλε αδιάβαστους!
Το αρχικό σενάριο ήθελε στους ρόλους των πρωταγωνιστριών νεαρά κορίτσια ηλικίας 8 έως 10 ετών.
Ύστερα όμως από τις αντιρρήσεις τους, ο πανούργος Dario αν και αναγκάστηκε να ανεβάσει το μέσο όρο της ηλικίας τους, προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα να εξαπατήσει το υποσυνείδητο των θεατών, με απώτερο σκοπό να τους μεταφέρει την εντύπωση της αρχικής ιδέας.
Για παράδειγμα τοποθέτησε τα χερούλια σε όλες τις πόρτες στο ύψος των ενήλικων πλέον πρωταγωνιστριών για να δίνεται η εντύπωση πως πρόκειται για μικρά κορίτσια!
Η τρέλα όμως του θρυλικού Ιταλού σκηνοθέτη γι αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο δεν σταμάτησε εκεί.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων επέβαλλε τους πρωταγωνιστές του σε πραγματικά βασανιστήρια.
Η πρωταγωνίστρια Jessica Harper κινδύνευσε να ανατιναχθεί όταν γύριζαν την τελική σκηνή ενώ η ακόμα πιο άτυχη Stefania Casini στη σκηνή του θανάτου της, αναγκάστηκε  να κυλιστεί  πάνω σε αγκαθωτά ρολά σύρματος.

    Εννοείται πως η συγκεκριμένη σκηνή γυρίστηκε μονάχα μια φορά!
Η τελειομανία όμως του οραματιστή Αrgento δεν είχε τελειωμό με αποτέλεσμα να την  πληρώσει και ο διευθυντής  φωτογραφίας Luciano Tovoli.
Αφού τον υποχρέωσε να δει προσεχτικά τη Χιονάτη Και Τους Εφτά Νάνους του Walt Disney για να ξεπατικώσει τα χρώματα της, τον ανάγκασε να κινήσει γη και ουρανό για να βρει και να επεξεργαστεί την ταινία με το παλιό και δυσεύρετο σύστημα Technicolor.
Πίστευε πως μόνο έτσι θα έδινε στην εικόνα την υπερφυσική αίσθηση που χρειαζόταν.
Ένα ακόμα από τα στοιχεία που έδωσε βάση ήταν η μουσική επένδυση.
Αν και φαντάζει παράξενο, η σύνθεση της μουσικής έγινε πριν την ολοκλήρωση της ταινίας και το αποτέλεσμα που προέκυψε αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα κλασικότερα soundtrack στην ιστορία του κινηματογράφου.
    Στη δεύτερη συνεργασία του με τους Goblin και συμμετέχοντας ενεργά στη σύνθεση της, ο Argento επέμενε να χρησιμοποιηθούν μουσικά όργανα από όλο τον κόσμο και επέβαλλε ύστερα από την επίσκεψη του στη χώρα μας, όσο περίεργο κι αν σας ακούγεται, τη χρήση του μπουζουκιού!
Αυτό όμως που κλέβει την παράσταση πέρα από την εξαιρετική μουσική είναι τα απόκοσμα φωνητικά που περιλαμβάνουν από αναστεναγμούς και κραυγές μέχρι ακατανόητες φράσεις.
Το soundtrack έπαιζε στη διαπασών ακόμα κι όταν οι ηθοποιοί δε γύριζαν τις σκηνές τους με σκοπό να μπουν πιο εύκολα στην ατμόσφαιρα της ταινίας.
Άλλο παράδοξο του φιλμ ήταν η γλώσσα!
Όπως και σε όλες τις ταινίες εκείνης της περιόδου οι ηθοποιοί ντουμπλάρονταν μετά την ολοκλήρωση του φιλμ τόσο στα ιταλικά όσο και στα αγγλικά.
Αυτό ήταν μια ευκολία για τον Argento που του επέτρεπε να συγκεντρώνει διεθνές καστ για τα έργα του.
    Ο καθένας έλεγε τις ατάκες στη γλώσσα του και κατόπιν στο στούντιο γινόταν η απαραίτητη επεξεργασία.
Όταν μετά από εξαντλητικά γυρίσματα η Suspiria επιτέλους ολοκληρώθηκε, κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους και παρά το φόβο για το μεγάλο της κόστος, σημείωσε τεράστια επιτυχία όπου κι αν προβλήθηκε.
    Αγαπήθηκε αμέσως από τη μεγαλύτερη μερίδα των κριτικών και εκθειάστηκε για το περιεχόμενο της και κυρίως για το εικαστικό της κομμάτι.
«Η Suspiria ανασαίνει σαν ένα πλάσμα δαιμονισμένο: ανήσυχη, βαθιά ανησυχητική, καλλιτεχνικά και πνευματικά πλήρης» έγραφαν οι κριτικοί της εποχής.
Οι ονειρικές σκηνές με τα στοιχεία παραμυθιού, τα εξωπραγματικά χρώματα που θύμιζαν διάσημους πίνακες, η έντονη εικονογραφία και το απειλητικό soundtrack δεν μπορούσαν να παραβλεφθούν τόσο εύκολα.
    Η λογοκρισία από την άλλη πλευρά δεν φέρθηκε τόσο ευγενικά σʼ αυτό το αριστούργημα.
Οι αιματηρές σκηνές βίας ήταν πολλές και αρκετά προχωρημένες για την εποχή με αποτέλεσμα να την πετσοκόψει αγρίως.
Ακόμα και χρόνια μετά την κυκλοφορία του ήταν υπερβολικά δύσκολο να βρεθεί το φιλμ στην unrated έκδοση του.
    Σήμερα δεκαετίες αργότερα η Suspiria αποτελεί το σπουδαιότερο δείγμα  όχι μόνο της ιταλικής σχολής τρόμου (βλέπε Demons) αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αξιόλογα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
    Το περιεχόμενο και η εικόνα της έγιναν αντικείμενο αναλύσεων και στα χρόνια που ακολούθησαν ενέπνευσε και επηρέασε μεγάλο αριθμό σκηνοθετών του φανταστικού.
Εν έτει 2012 το remake του Suspiria αναβάλλεται συνεχώς και ταλαιπωρείται από στούντιο σε στούντιο και από σκηνοθέτη σε σκηνοθέτη.
Όπως δείχνουν όμως οι τελευταίες πληροφορίες ο κλήρος για να φέρει εις πέρας αυτό το δύσκολο έργο έπεσε τελικά στον ταλαντούχο David Gordon Green.
Δυστυχώς για τους fans της, φαίνεται πως η Natalie Portman μετά το παρόμοιου ύφους Black Swan δεν προτίθεται να συμμετάσχει.
Τέλος, λέω να κλείσω αυτό το αφιέρωμα όπως άρχισα.
Με μια κριτική από έναν «παλαβό» κριτικό της εποχής που περικλείει όλη την ουσία και τη δυναμική της ταινίας.
«Η Suspiria είναι μια ταινία που δεν έχει ουσιαστική πλοκή, καλοσχεδιασμένη εξέλιξη χαρακτήρων, ενδιαφέροντες διαλόγους και πρωτότυπο θέμα, δηλαδή όλα αυτά που μας έχουν μάθει ότι πρέπει να έχει μια καλή ταινία.
Ακόμη κι έτσι, παρά τις ελλείψεις της, η Suspiria θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ.
Και ξέρετε κάτι; Είναι!!!»

    Και από το Cine.gr:
    Μια φόρα κι έναν καιρό, μια πανέμορφη νεαρή χορεύτρια, αποφάσισε να πάει στη σχόλη χορού στον Μέλανα Δρυμό  για να γίνει η καλύτερη μπαλαρίνα. Όμως η Κακιά Μάγισσα, είχε άλλη άποψη...”
    Κάπως έτσι περίπου ξεκινά το Suspiria του Dario Argento, η πρώτη απόπειρα του Ιταλού σκηνοθέτη να στραφεί και να αναβιώσει το genre του υπερφυσικού θρίλερ, μετά από μια επιτυχημένη πορεία στα giallo θρίλερ (θρίλερ που βασίζονται στην πολύπλοκη υπόθεση και τους εντυπωσιακά φρικιαστικούς φόνους), κατηγορία που ο ίδιος εγκαθίδρυσε.
    Το Suspiria, εμπνευσμένο από μια συλλογή διηγημάτων του Thomas De Quincey ονόματι “Suspiria de Profundis” (Sighs from the Depths – Στεναγμοί από τα Βάθη) και ειδικότερα στην ενότητα “Levana and our Ladies of Sorrow” («Η Λεβάνα και οι Κυρίες της Θλίψης»), θα ήταν το πρώτο μέρος μιας τριλογίας-μελέτης στη μαγεία και ειδικότερα σε τρεις μάγισσες του Μεσαίωνα: τη Mater Suspiriorum (Μητέρα των Στεναγμών), τη Mater Lachrymarum (Μητέρα των Λυγμών) και τη Mater Tenebrarum (Μητέρα του Σκότους), τρεις μάγισσες που κυριαρχούν στον κόσμο και αφήνουν στο πέρασμά τους πόνο, θλίψη και θάνατο. Το Suspiria ασχολείται με τη Μητέρα των Στεναγμών -με έμμεσο όμως τρόπο καθώς το όνομά της αναφέρεται ελάχιστα-, το δεύτερο μέρος της τριλογίας, το Inferno ασχολείται άμεσα με τη Μητέρα του Σκότους, ενώ το τρίτο μέρος δεν έχει γυριστεί ακόμη, παρότι φήμες θέλουν το σενάριο να είναι ήδη έτοιμο εδώ και χρόνια.
    Επί του προκειμένου όμως, το Suspiria είναι η ιστορία της νεαρής Suzy Banion (Jessica Harper), Αμερικάνας χορεύτριας, που εν μέσω μιας τρομερής καταιγίδας φτάνει σε μια διεθνούς φήμης ιδιωτική σχόλη χορού στη Γερμάνια. Οι ανησυχίες της για το αν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυστηρές απαιτήσεις της σχόλης οξύνονται όταν φτάνει, καθώς τη διώχνουν και αναγκάζεται να περάσει τη βραδιά σε τοπικό μοτέλ. Η Suzy είναι πολύ συγχυσμένη για να ακούσει τις απελπισμένες κραυγές της Pat (Eva Axen), που διώχνεται την ιδία βραδιά από τη σχόλη, κραυγές σκόπιμος αποσιωπημένες από τον Argento για να αφήσουν την ηρωίδα του αλλά και το θεατή σε σκοτάδι για το τι μέλει να ακολουθητέε. Το ταξίδι της στο κέντρο του Μέλανα Δρυμού -όπου βρίσκεται η σχόλη- κάτω από την άγρια νεροποντή, σε συνδυασμό με τις ανατριχιαστικές σκιές που δημιουργούν οι αστραπές ανάμεσα στα δέντρα, σημειώνουν την έναρξη μιας σειράς υποβλητικών σκήνων που θα στοιχειώσουν ολόκληρη την ταινία. Ανοιγοκλείστε τα μάτια σας και μόλις χάσατε μια στιγμή μεγαλείου! Στο διαχωριστικό τζάμι του ταξί, αντανακλά το παραμορφωμένο πρόσωπο ενός άντρα, του σκηνοθέτη-αφηγητή Argento.
Ακολουθεί η πρώτη από τις πολλές εκπληκτικές σκηνές φόνου.

    Η Pat (Eva Axen) περνά τη νύχτα στο εντυπωσιακό μπαρόκ αρχοντικό μιας φίλης και εδώ κάνει την εμφάνισή της η χαρακτηριστική έμμονη του Argento με το ορατό και το μη ορατό. Προσέξτε την ταπετσαρία στο δωμάτιο της Pat – ψάρια και πουλιά συνδυάζονται για να σχηματίσουν ενα περίτεχνο οπτικό τοπίο. Χωριστά ωστόσο, το κάθε ζώο συμβολίζει ένα σημείο αποχώρησης. Τα στοιχεία συνδυάζονται σε διάφορα σημεία, για να απομακρυνθούν το ένα από το άλλο καθώς η Pat τα ακλουθεί προς το παράθυρο. Εκεί δέχεται επίθεση από ένα μυστηριώδες πλάσμα!
Η άτυχη Pat στραγγαλίζεται με ένα καλώδιο, στη συνεχεία ρίχνεται από τη γυάλινη οροφή του αρχοντικού και τα σπασμένα γυαλιά παρασέρνουν στο θάνατο τη φίλη που την φιλοξενεί. Το σπασμένο γυαλί, το κρεμασμένο, αιματοβαμμένο κορμί της Pat και της κοπέλας που πήρε μαζί της, γίνονται μεγαλόπρεπη στοιχεία του, ήδη φαινομενικής αρχιτεκτονικής σύλληψης σκηνικού του Argento.

    Το σενάριο της ταινίας εχει γράψει η Daria Nicolodi, προφανώς ελληνικής καταγωγής και σύντροφος για αρκετά χρόνια του Dario Argento. Διαπλέκοντας μεσαιωνικούς μύθους με σύγχρονα παραμύθια, το Suspiria είναι μια Χιονάτη της εποχής, με κάτι από Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και άρωμα από Σταχτοπούτα.
    Μετά το ταξίδι της στον Μέλανα Δρυμό, η Suzy-Χιονάτη, κατορθώνει να φτάσει στην έπαυλη της σχολής χορού, στην οποία ο Argento με χρήση της -εγκαταλελειμμένης πλέον εκείνη εποχή- μέθοδο Technicolor, έχει δώσει την όψη του μεγάρου του Τέρατος απο την «Πεντάμορφη και το Τέρας», παραμύθι που στοίχειωνε τον σκηνοθέτη από τα νιάτα του. Εκεί η ηρωίδα γνωρίζει τις συμμαθήτριες και τις καθηγήτριές της. Με την εξαίρεση της Sara (Stefania Cassini), όλες οι άλλες κοπέλες είναι εχθρικές -οπως η αδελφές της Σταχτοπούτας αντιπαρατίθενται με την καλή της νεράιδα. Οι δυο καθηγήτριες, η κυρία Blanc (Joan Bennett) και η δεσποινίς Tanner (Alida Valli) –ψυχρές και ύποπτα μυστικοπαθείς- έχουν το ρόλο των κακών μητριών της. Η δεσποινίς Tanner τονίζει αμέσως το κάλλος της Suzy, αναλαμβάνοντας και το ρόλο της ζηλιάρας μάγισσας, μητριά της Χιονάτης. Μόλις η Suzy εκδηλώσει την επιθυμία της να κατοικεί έξω από τη σχολή, αναγκάζεται λόγο μιας μυστηριώδους αδυναμίας της –ούτε δηλητηριώδες μήλο να δάγκωνε!- να μείνει οικότροφος.
    Η ασφάλεια της γυάλας της μπαλαρίνας, εχει πλέον αντικατασταθεί από τον τρόμο που βασιλεύει στο κουκλόσπιτο-ακαδημία. Προσέξτε τα χερούλια στις πόρτες της έπαυλης. Ασυνήθιστα ψηλά, τονίζουν τη νεότητα και το μικρό ανάστημα έναντι στην τεράστια δύναμη που τους περιβάλλει, η ηλικία της όποιας χάνεται στους αιώνες. Η Suzy βρίσκεται πλέον στη δικιά της “Χώρα των Θαυμάτων”. Το ταξίδι της στη ‘λαγότρυπα αποτελείται από διάδρομους βαμμένους με κόκκινο, κίτρινο η μπλε και τα διάφορα δωμάτια αρχίζουν να αποκτούν το δικό τους νόημα, ανάλογα με το χρώμα που τους δίνει ο σκηνοθέτης.
    Η Suzy κυκλοφορεί στους διάδρομους της σχολής, νιώθοντας χαμένη στο χρόνο. Τα κρυφά περάσματα κρύβουν παγίδες για όσους τύχει να τα διαβούν. Η περίεργη Sara συναντά το θάνατο σε ένα δωμάτιο με συρματοπλέγματα, στην καλύτερη και πιο ευφάνταστη σκηνή φόνου που έχω δει που έχω δει ποτέ!
Το Suspiria είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δύναμης του σκηνοθέτη να δημιουργήσει μια αριστουργηματική ταινία, βασιζόμενος σε βάσεις σχεδόν ανύπαρκτες. Η ανάπτυξη χαρακτήρων πολύ άπλα δεν υπάρχει, η πλοκή είναι μηδαμινή και οι ερμηνείες είναι ξύλινες. Για όνομα του Θεού, δεν έχει καν έναν κεντρικό κακό! Μόνο την υπόνοια υπερφυσικών δυνάμεων που παραμονεύουν παντού και εξολοθρεύουν όποιον πλησιάσει στην αποκάλυψή τους. Ωστόσο η μεγαλειώδης, εφευρετική και αξιοθαύμαστη σκηνοθετική επιδεξιότητα του Argento και η ικανότητά του να εκμεταλλευτεί τα πρωτογενή υλικά που του έδωσαν ήδη υπαρχοντες μυθοι, να τα συνδυασει με περιτεχνο τροπο και να παραγει ενα εκπληκτικό παραμύθι για ενηλίκους, δίνουν την ταινία που αποτέλεσε την απάντηση του ευρωπαϊκού σινεμά στις αμερικανικές επιτυχίες της εποχής, The Exorcist - Ο Εξορκιστής, Rosemary`s Baby - Το Μωρό της Ρόζμαρυ και “The Prophecy” - ταινίες που βασίζονταν στα συστατικά που ο Argento απέφυγε για να δώσει τον εικαστικής τελειότητας εφιάλτη του.
    Trivia: Η ταινία γυρίστηκε αρχικά βουβή και οι φωνές των χαρακτήρων προστεθήκαν στη συνέχεια με ντουμπλάζ. Φήμες μάλιστα θέλουν τη Jessica Harper να μιλούσε αγγλικά, ενώ οι υπόλοιπες ερμηνεύτριες απαντούσαν στα ιταλικά. Αυτό λέγεται ότι το έκανε ο Argento για να φανεί η απομόνωση της ηρωίδας του από τους άλλους χαρακτήρας της ταινίας!
Ιωσήφ Πρωιμάκης