Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1958. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1958. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Vertigo 1958

Vertigo 1958

Δεσμώτης του ιλίγγου


Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock

Σενάριο: Alec Coppel, Samuel A. Taylor,

Pierre Boileau, Thomas Narcejac, Maxwell Anderson

Είδος: Crime, HITCHCCOCK, Mystery, Romance, Thriller

Διάρκεια: 02:08

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

James Stewart: John 'Scottie' Ferguson

Kim Novak: Madeleine Elster

Barbara Bel Geddes: Midge Wood

Tom Helmore: Gavin Elster

Henry Jones: Coroner

     Ξεπερνάει το μυαλό. Μελόδραμα ερωτικό. Ταυτόχρονα το παιχνίδι της πραγματικότητας με το φαντασιακό. Ταυτόχρονα αγωνία μέχρι το τελευταίο λεπτό. Και ταυτόχρονα μια ιστορία που σε καθηλώνει από την αρχή μέχρι το φινάλε το ανατρεπτικό. Οι «ένοχοι» με την εξής σειρά, από κάτω προς τα πάνω: Πρώτα το μυθιστόρημα «D΄ Εntre Les Μorts». Ύστερα το σενάριο των Άλεκ Κόπελ και Σάμιουελ Τέιλορ. Στη συνέχεια η φωτογραφία του Ρόμπερτ Μπερκς. Ακόμα, η μουσική του Μπέρναρ Χέρμαν που τυλίγει το πεντάγραμμο γύρω από την ανάσα του θεατή. Και στο τέλος και αφού έχουν προηγηθεί όλοι οι συντελεστές- μακιγιέρ, κομμωτές, ενδυματολόγοι και φυσικά η Κιμ Νόβακ μόλις 25 ετών και ο Τζίμι Στιούαρτ- τότε ακριβώς στην κορυφή ο αρχιμάστορας όλων των εποχών, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ χωρίς αναισθητικό.

Εξωτερικά, εκ πρώτης όψεως μια πρωτότυπη ερωτική ιστορία βουτηγμένη στο θρίλερ, το μυστήριο, τη γοητεία και το σασπένς. Εσωτερικά πλήθος τα επίπεδα, οι αναγωγές, οι αναφορές. Από το κοινωνικό σχόλιο μέχρι την ψυχανάλυση και από την ψυχανάλυση μέχρι τον ερωτισμό. Το Αmerican Cinema on the Τop. Παράδειγμα ο χαρακτήρας του Τζίμι Στιούαρτ, δηλαδή του Σκοτ Φέργκιουσον. Γιατί μπάτσος; Επειδή δουλειά του είναι να εισχωρεί στις πιο απόκρημνες πλευρές της καθημερινής πραγματικότητας. Τότε γιατί φοβάται το ύψος; Ακριβώς γι΄ αυτό. Επειδή φοβάται να συναντηθεί, να κατανοήσει και να αποκρυπτογραφήσει την πραγματικότητα. Όλα εξηγούνται με τον ορθολογισμό και τη διαλεκτική. Όλα. Ο Τζίμι Στιούαρτ λοιπόν είναι ο ζωντανός ορισμός της αυτοαναίρεσης της επαγγελματικής του ιδιότητας. Είναι και ταυτόχρονα δεν είναι. Κρατήστε το αυτό.

Αφού λοιπόν θέλει να «δει» αλλά δεν μπορεί, με το βάθος της πραγματικότητας να συναντηθεί, ε τότε εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί. Έτσι για να μην γκρεμιστεί- βλέποντας από πάνω προς τα κάτω, δηλαδή από το φαίνεσθε στο είναι- καταφεύγει στη σκηνοθεσία τη φαντασιακή. Ο χαρακτήρας του Τζίμι Στιούαρτ είναι ακριβώς αυτός του σκηνοθέτη μιας φανταστικής, επινοημένης ιστορίας. Κρατήστε το κι αυτό.

Η Μαντλέν, δηλαδή η Κιμ Νόβακ σε φόρμα μοναδική, είναι το δόλωμα και το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του Τζίμι Στιούαρτ. Πώς εξηγείται αυτό; Απλό. Από τη συνεχή παρακολούθηση του επιφαινόμενου της πραγματικότητας. Όπως ο θεατής έτσι κι αυτός. Βυθίζεται σ΄ αυτό. Με το μυαλό του φτιάχνει μελόδραμα υποκειμενικό, δηλαδή ουτοπικό. Παρεμπιπτόντως οι σκηνές αυτές συγκαταλέγονται μέσα στις κορυφαίες στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Εκείνος βλέπει ό,τι η Μαντλέν θέλει να του αποκαλύψει. Το βλέμμα του Τζίμι Στιούαρτ είναι ο φακός του Χίτσκοκ. Η Μαντλέν είναι το δόλωμα του βλέμματος του Χίτσκοκ. Και ο Στιούαρτ και ο θεατής παραπλανημένοι, παγιδευμένοι και οι δυο. Ο Στιούαρτ από τη Μαντλέν. Ο θεατής και από τους δύο. Ο Χίτσκοκ παραπλανά και τους τρεις. Αυτή η μαγεία η κινηματογραφική. Αυτή η μυστήρια η ευλογία η καλλιτεχνική!

Έτσι ο Στιούαρτ, όπως ο θεατής, μπερδεύει το ρηχό και το επιφαινόμενο με το βάθος το απροσμέτρητο και το εφιαλτικό. Έτσι ερωτεύεται τη Μαντλέν. Κι έτσι στην πραγματικότητα ερωτεύεται «αυτό» που ο ίδιος είναι. Το πάθος, την ουτοπία, την οφθαλμαπάτη, τη φενάκη. Ο άνθρωπος που φοβάται να συναντηθεί με το βάθος των πραγμάτων, αρχίζει να γκρεμίζεται μέσα στο πηγάδι. Γι΄ αυτό το μοναστήρι το Καθολικό. Η οφθαλμαπάτη πορεύεται με τη μυθολογία. Η μυθολογία με την ιδεοληψία. Η ιδεοληψία με τη θρησκεία. Κι έτσι το ένα αναιρεί το άλλο. Ο μπάτσος τον μπάτσο. Ο έρωτας τον έρωτα. Το πάθος το πάθος. Και το φαντασιακό αναιρείται από το πραγματικό. Γι΄ αυτό ο Χίτσκοκ ενώ εξωτερικά χρησιμοποιεί το νοσηρό, το νεκροφιλικό και το φαντασιακό, στο βάθος και στο τέλος όλα αυτά τα κονιορτοποιεί. Επειδή ακριβώς ο ήρωάς του είναι ευάλωτος, επιρρεπής προς το σκηνοθετημένο και το μη πραγματικό. Η αποφυγή της πραγματικότητας- λέει ο Χίτσκοκ- καταλήγει στον ιδεαλισμό και τον ρομαντισμό. Με τη σειρά του ο ρομαντισμός σε σπρώχνει στο νοσηρό. Οι προϋποθέσεις για νεκροφιλία και αυταπάτη.

Το τέλος του κατήφορου είναι ο πάτος. Βυθισμένος ο Στιούαρτ στον κόσμο που έχει φτιάξει με την αυταπάτη. Ολοσχερώς. Όταν λοιπόν συναντάει την Τζούντι, ένα πλάσμα που μοιάζει με τη νεκρή Μαντλέν σαν δυο σταγόνες νερό, πέφτει στα γόνατα, την εκλιπαρεί και στη συνέχεια αρχίζει να τη μεταμορφώνει. Να μοιάσει η Τζούντι με τη Μαντλέν. Να μεταφέρει την πραγματικότητα στον δικό του κόσμο τον φανταστικό. Το υποκειμενικό να γίνει αντικειμενικό. Ο νεκρός ζωντανός. Η νεκροφιλία υποκατάστατο της σαρκικής, ερωτικής σχέσης. Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.

Η διαδικασία σε διπλή, αντιθετική πορεία. Ο Στιούαρτ σε καθοδική γραμμή. Από τα πάνω προς τα κάτω. Από τη Γη στον τάφο. Ο θάνατος καταφθάνει από κάθε πλευρά. Από την αδυναμία του να κοιτάξει προς το βάθος. Από την επαγγελματική του ανεπάρκεια. Από την ιδεοληψία του την ερωτική. Αόρατες σφαίρες τον πλήττουν αλλά εκείνος εκεί. Ακάθεκτος στην ίδια ρομαντική φυγή. Η δεύτερη πορεία, η σκηνοθετική, σε διαφορετική τροχιά. Από τα κάτω προς τα πάνω. Ο θεατής παγιδευμένος στο βλέμμα του Τζίμι Στιούαρτ, βλέπει ό,τι εκείνος θέλει να δει. Ο πλήρης ορισμός της κινηματογραφικής παγίδας. Ο Χίτσκοκ θέτει όλες τις παραμέτρους του μελοδράματος και ταυτόχρονα τις αναιρεί. Απίστευτο αλλά αληθινό. Και το υποστηρίζει με καλλιτεχνική μαγεία μοναδική.

Παράδειγμα η Κιμ Νόβακ. Ο απόλυτος ορισμός της κατασκευασμένης ομορφιάς. Μάρμαρο σμιλεμένο με θεϊκή πνοή. Η παγίδα του Στιούαρτ, δηλαδή του θεατή. Θεσπέσια, καλλίγραμμη, αισθησιακή και ταυτόχρονα απόμακρη και «νεκρή». Η περιφορά μιας ζωντανής κούκλας σε μια χαοτική ιστορία. Η συμμετρία μέσα στην ασυμμετρία. Αντίθετα, μονοδιάστατος ο ρόλος του Τζίμι Στιούαρτ. Δεδομένος και γι΄ αυτό προβλεπόμενος και χαμένος. Έτσι η κόντρα ανάμεσα σ΄ αυτό που φαίνεται και σ΄ αυτό που είναι μεταφέρεται στη σχέση των δύο προσώπων. Ο Στιούαρτ ερωτεύεται την άψυχη ομορφιά. Όμως η άψυχη ομορφιά είναι επικίνδυνη γιατί είναι φτιαγμένη για να παραπλανά. Άρα η εικονική πραγματικότητα είναι παγίδα και φραγή. Για να ολοκληρώνω. Το «Vertigo» («Δεσμώτης του ιλίγγου») είναι αυτό που φαίνεται πως δεν είναι. Είναι μελόδραμα αλλά στο βάθος θρίλερ. Θρίλερ αλλά στο βάθος ερωτική παγίδα. Παγίδα αλλά στο βάθος ψυχανάλυση. Ψυχανάλυση αλλά στο βάθος κοινωνική αλληγορία. Μια από τις πληρέστερες σελίδες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, λέει ο Χίτσκοκ. Όμως η ταινία του χρυσάφι ατόφιο, μοναδικό. Ευλογημένο μέχρι το τελευταίο λεπτό!

Με δυο λόγια:Ο Σκοτ Φέργκιουσον, ένας μπάτσος συνταξιοδοτημένος επειδή φοβάται το ύψος, προσλαμβάνεται από κάποιον γνωστό του για να παρακολουθήσει τη γυναίκα του που πάσχει από μια ακατανίκητη ροπή προς την αυτοκτονία. Όσο την παρακολουθεί τόσο την ερωτεύεται. Και όσο την ερωτεύεται τόσο από την επιφάνεια των πραγμάτων παγιδεύεται. Όμως στο τέλος δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει τη Μαντλέν από την αυτοκτονία επειδή ο ίδιος πάσχει από υψοφοβία. Ύστερα από μερικούς μήνες και με καταρρακωμένο το ηθικό του πέφτει τυχαία πάνω σε μια δεύτερη γυναίκα που μοιάζει σαν δίδυμη με την πρώτη, τη νεκρή. Αυτό ήταν. Θα την πλησιάσει και θα πληρώσει για να τη μεταμορφώσει και τη Μαντλέν να νεκραναστήσει. Όμως τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται πως είναι!


  

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

The Young Lions (1958)

The Young Lions (1958)

Ο Χορός των καταραμένων

Σκηνοθεσία: Edward Dmytryk

Σενάριο: Edward Anhalt, Irwin Shaw

Είδος: Action, Drama, War

Διάρκεια: 2h 47min

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Marlon Brando: Lt. Christian Diestl

Montgomery Clift: Noah Ackerman

Dean Martin: Michael Whiteacre

Hope Lange: Hope Plowman

Barbara Rush: Margaret Freemantle

May Britt: Gretchen Hardenberg

Maximilian Schell: Capt. Hardenberg

 

    Άλλη μια αντιπολεμική ταινία με θέμα —τι άλλο φυσικά;— τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο. H ταινία The Young Lions έχει αν μη τι άλλο ένα εντυπωσιακό τρίο πρωταγωνιστών: τον Marlon Brando με κατάξανθη κόμη σε ρόλο Ναζί (αλλά ανθρωπιστή) υπολοχαγού, τον Montgomery Clift σε ρόλο Αμερικανού φαντάρου που τα βρίσκει σκούρα από τους μάγκες στο λόχο του και τον Dean Martin σε σοβαρό ρόλο (μετά την διάλυση της επαγγελματικής σχέσης με τον Jerry Lewis) Αμερικανού επίσης φαντάρου και φίλου του δεύτερου, αλλά και ολίγον τι δειλού, με πολλά μέσα τα οποία καταφέρνουν να τον κρατήσουν στη χώρα και να μην τον στείλουν στο μέτωπο. Βασικά, το συμπέρασμα που βγαίνει από την σχεδόν τρίωρη (παρά 15 λεπτά) ταινία είναι ότι κανένας από τους τρεις ήρωές μας δεν θέλει ουσιαστικά να πολεμήσει. Κι αυτό ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της πολύ καλά φροντισμένης παραγωγής (μην ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στο 1958 σε μια καθ`όλα πατριωτική Αμερική), διότι κατά τα άλλα υπήρχαν μεγάλα διαστήματα βαρεμάρας και μια αίσθηση ότι βλέπεις αποσπάσματα από δύο διαφορετικές ταινίες που μόνο στόχο είχαν να μας δείξουν τα αντιπολεμικά τους μηνύματα. Επίσης βλέπουμε τον Clift να θυμίζει Sinatra στο Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι· αλλά γνωρίζουμε και τον Maximilian Schell στον πρώτο χολιγουντιανό του ρόλο να δίνει μια ξεχωριστή ερμηνεία· και βλέπουμε τέλος και τον αρκετά νεαρό Lee Van Cleef σε μικρό ρόλο.

 


 
 

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Le Beau Serge 1958

Le Beau Serge 1958

Ο Ωραίος Σέργιος


Σκηνοθεσία: Claude Chabrol

Σενάριο: Claude Chabrol

Είδος: Drama, Γαλλικά

Διάρκεια: 01:38

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Gérard Blain: : Serge

Jean-Claude Brialy: François Baillou

Michèle Méritz: Yvonne

Bernadette Lafont: Marie

Claude Cerval: The priest

 

Ο Ωραίος Σέργιος (Le Beau Serge 1958) του Κλωντ Σαμπρόλ με τους JeanClaude Brialy, Bernadette Lafont, Bernadette Lafont,

Ζεράρ Μπλεν, Εντμόν Μπωσάν.

Ο Φρανσουά (Jean-Claude Brialy) επιστρέφει στο μέρος που γεννήθηκε στη Γαλλία μετά από δέκα χρόνια απουσίας ανακαλύπτοντας πως το χωριό δεν έχει αλλάξει παρά μόνο ο φίλος του Σέργιος (Gérard Blain) που μεταβλήθηκε σ’ ένα μέθυσο. Προσπαθεί να καταλάβει τι μεσολάβησε και άλλαξε ο παιδικός του φίλος, προσπαθώντας να τον βοηθήσει.

Αυτή η πρώτη ταινία του Σαμπρόλ, θεωρείται η καλύτερη του και είναι ενταγμένη ως προς τη νοοτροπία και το θέμα της στο ρεύμα της Nouvelle Vague: Μαυρόασπρα λιτά πλάνα, ρεαλιστική αφήγηση, συγκινησιακή φόρτιση μαζί με σασπένς, άνθρωποι ενός φτωχού επαρχιακού περίγυρου. Μπορεί να θεωρηθεί (με επιφύλαξη) σαν η πρώτη ταινία που ξεκίνησε το ρεύμα της νουβέλ-βαγκ – άρα και ο Σαμπρόλ, θεμελιωτής του ρεύματος αυτού.

Υ.Γ. Η ταινία γυρίστηκε στη γενέτειρα του σκηνοθέτη, στο Sardent Creuse, Γαλλίας και χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές σκηνές ντόπιοι κάτοικοι.

 


  

Dracula 1958

 

Dracula 1958

Δράκουλας, ο βρικόλακας

των Καρπαθίων

Σκηνοθεσία: Terence Fisher

Σενάριο: Jimmy Sangster (screenplay), Bram Stoker

Είδος: Christopher Lee, Thriller, Horror

Διάρκεια: 01:22

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Peter Cushing: Doctor Van Helsing

Christopher Lee: Dracula / Count Dracula

Michael Gough: Arthur Holmwood

Melissa Stribling: ina Holmwood

Carol Marsh            Carol Marsh: Lucy Holmwood

Olga Dickie  Olga Dickie:             Gerda

 

Δράκουλας, ο βρικόλακας των Καρπαθίων είναι ο ελληνικός τίτλος της κλασικής πλέον ταινίας τρόμου Dracula, η οποία σκηνοθετήθηκε από τον γνωστό σκηνοθέτη Τέρενς Φίσερ. Την παραγωγή ανέλαβε η εταιρεία Hammer Studios, ενώ το σενάριο ανέλαβε να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη η Τζίμι Σάνγκστερ από το διάσημο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, Δράκουλας.

Η σκηνοθεσία άρχισε στα μέσα του Νοεμβρίου το 1957 και τελείωσαν το 1958, όταν η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στους κινηματογράφους. Ο Μπέλα Λουγκόζι, ο προηγούμενος διάσημος «Δράκουλας» (στην επίσης κλασική ταινία Ο Κόμης Δράκουλας στον Κρίστοφερ Λι, ο οποίος θα ερμηνέψει τον ρόλο του Δράκουλα πάνω από 10 φορές στον κινηματογράφο, σε αντίθεση με τον Λουγκόζι ο οποίος έπαιξε τον Δράκουλα μόνο δύο φορές. Ο επίσης διάσημος συμπρωταγωνιστής του Λι, ο Πίτερ Κάσινγκ, θα ερμηνέψει τον ρόλο ενός πιο «δραστήριο» Βαν Χέλσινγκ.

Η ταινία αυτή πιστεύεται πως είναι η πρώτη που παρουσιάζει βρικόλακα με τους διάσημους μυτερούς κυνόδοντες. Αυτή η αντίληψη είναι παντελώς λανθασμένη, λόγω του ότι προηγήθηκαν οι ταινίες El Vampiro (Μεξικάνικη, παραγωγής 1957) και Dracula Istanbula (Τούρκικης παραγωγής), στις οποίες οι βρικόλακες παρουσίαζαν μυτερά δόντια.

Παρόλο που ο Κρίστοφερ Λι έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έχει μόνο δεκατρείς ατάκες σε ολόκληρη την ταινία. Για να αποφύγουν τη σύγχυση αυτής της ταινίας με την προηγούμενη με τον Λουγκόζι, μετονομάστηκε στην Αμερικάνικη προβολή ως "Horror of Dracula".



 

Buchanan Rides Alone 1958

Buchanan Rides Alone 1958

Στην Πόλη των Κεραυνών

 


Σκηνοθεσία: Budd Boetticher

Σενάριο: Charles Lang, Jonas Ward, Burt Kennedy

Είδος: Action, Drama, WESTERN

Διάρκεια: 01:19

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Randolph Scott: Tom Buchanan

Craig Stevens: Abe Carbo

Barry Kelley            : Lew Agry

Tol Avery:  Simon Agry

Peter Whitney: Amos Agry 

Ο πρωταγωνιστής μας (με ελάχιστα διαπιστευτήρια, κάτι σαν τον "Man with no name" του Ίστγουντ) είναι περαστικός από τη μικρή πόλη Agry Town, την οποία διοικούν και ορίζουν τα αδέρφια Agry, μπλέκεται στις υποθέσεις τους και βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του ουκ ολίγες φορές. Είναι αυτές οι επιλογές στη ζωή του πρωταγωνιστή που καθορίζουν τελικά το ήθος του χαρακτήρα του, παρόλο που μπορεί να τον βάλουν σε περιπέτειες. Δε θα νοιαστεί αν θα τον βάλουν φυλακή (που θα τον βάλουν) ή αν θα μπει θηλειά γύρω από το λαιμό του (που θα μπει) ή αν θα τον πυροβολήσουν πισώπλατα (που θα τον πυροβολήσουν)! Πραγματικά, ο Μπουκάναν καλπάζει μόνος του, όπως λέει κι ο τίτλος Buchanan Rides Alone, κι όποιος θέλει (και έχει τα κότσια) ακολουθεί. Άλλο ένα γουέστερν του Budd Boetticher με τον Randolph Scott. Λοιπές πληροφορίες στις παλιότερες αναφορές (στα αντίστοιχα tags).


  

MAN OF THE WEST 1958

MAN OF THE WEST 1958

Ο Άνθρωπος της Δύσεως


Σκηνοθεσία: Anthony Mann

Σενάριο: Will C. Brown, Reginald Rose

Είδος: Action, Adventure, Romance, WESTERN

Διάρκεια: 01:40

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Gary Cooper: Link Jones

Julie London: : Billie Ellis

Lee J. Cobb: Dock Tobin

Arthur O'Connel:   Sam Beasley

Jack Lord: Coaley 

Ο Λινκ Τζόουνς είναι ένας αγρότης που ταξιδεύει με τρένο πηγαίνοντας να προσλάβει μια δασκάλα. Μετά, όμως, από ληστεία στο τρένο, βρίσκεται στη μέση του πουθενά μαζί με μια χορεύτρια κι έναν τζογαδόρο. Ως έσχατη λύση, θα ζητήσει καταφύγιο από κάποιους συγγενείς που είναι, όμως, παράνομοι. Ούτε αυτοί τον εμπιστεύονται, αλλά τους υπόσχεται πως θα τους βοηθήσει σε ληστεία τράπεζας.

Ο Ο Άνθρωπος της Δύσεως, ένα western με την χαρακτηριστική υπογραφή του Anthony Mann, το οποίο αποτέλεσε την τελευταία ταινία του είδους για τον σκηνοθέτη, λίγο πριν αναλάβει τα επικά δράματα. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο δεν βρίσκουμε τον Jimmy Stewart αλλά τον Gary Cooper σε έναν ρόλο που κι αυτόν του πηγαίνει γάντι, φυσικά? αυτόν ενός αινιγματικού τύπου που περνάει από μια πόλη για να πάρει το τρένο και συστήνεται με διαφορετικά ονόματα σε αυτούς που τον ρωτάνε. Όταν μια συμμορία επιχειρήσει να ληστέψει το τρένο, θα βρεθεί μπλεγμένος και θα αναγκαστεί να αναλάβει δράση. Θα ξεμείνει όμως στην ερημιά μαζί με δύο άτυχους συνεπιβάτες, μια κοκέτα τραγουδίστρια και έναν ηλικιωμένο πολυλογά τζογαδόρο. Για να επιβιώσουν, οδεύουν προς ένα εγκαταλελειμμένο καταφύγιο, μη γνωρίζοντας ότι εκεί έχει στρατοπεδεύσει η συμμορία των ληστών που έχει για αρχηγό έναν παλιό του γνώριμο.

Ψυχολογικών προεκτάσεων, κυρίως, η ταινία του Mann έτσι όπως μας είχε συνηθίσει. Ο πρωταγωνιστής έχει άσχημο παρελθόν από το οποίο θέλει να ξεφύγει αλλά δεν μπορεί. Παιχνίδια πίσω από την πλάτη, εκβιασμοί και ψυχολογική βία επικεντρώνουν το ενδιαφέρον μας στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, αφήνοντας τις σφαίρες και τα όπλα να μιλήσουν μόνο στο τέλος. Ο Lee J. Cobb σε δεύτερο ρόλο αποδεικνύει γιατί ήταν ένας από τους πιο μεγάλους ηθοποιούς.


  

The Big Country 1958

The Big Country 1958

Ματωμένοι ορίζοντες


Σκηνοθεσία: William Wyler

Σενάριο: ames R. Webb, Sy Bartlett,

Robert Wilder, Jessamyn West, Robert Wyler

Είδος: Drama, Romance, WESTERN

Διάρκεια: 02:47

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Gregory Peck: James McKay

Jean Simmons: Terrill Maragon

Charlton Heston: Steve Leech

Burl Ives: Rufus Hannassey 

Αγαπημένη ταινία του υπογράφοντα, αυτό το δράμα χαρακτήρων που τοποθετείται στην αχανή άγρια δύση με την «αιώνια» κόντρα δύο πλούσιων ραντσέρηδων και στη μέση να βρίσκεται ο νεόφερτος από την ανατολή Gregory Peck, ο οποίος λειτουργεί με το μυαλό και το ήθος του και όχι με τα όπλα και τον ψευτοτσαμπουκά. Η σκηνοθεσία του Wyler μεγαλειώδης, η έγχρωμη φωτογραφία πανέμορφη, το καστ πλουσιότατο: η δασκάλα Jean Simmons θα γοητεύσει τον Πεκ και θα τον βάλει σε μπλεξίματα με την αρραβωνιαστικιά του Carroll Baker, ο Charlton Heston επιστάτης του ενός ραντσέρη Charles Bickford και ο Burl Ives στο ρόλο του μονόχνωτου και απομονωμένου αντιπάλου. Το The Big Country αποτελεί κατ' εμέ ένα από τα καλύτερα γουέστερν ever.


 
 

GIGI 1958

GIGI 1958

Ζιζή


Σκηνοθεσία: Vincente Minnelli, Charles Walters

Σενάριο: Alan Jay Lerner, Colette, Niven Busch

Είδος: Comedy, MUSICAL, Romance

Διάρκεια: 01:56

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Leslie Caron: Gigi

Maurice Chevalier: Honoré Lachaille

Louis Jourdan: Gaston Lachaille

Hermione Gingold            : Madame Alvarez

Eva Gabor: Liane d'Exelmans 

Στις αρχές του εικοστού αιώνα στο Παρίσι ένας γοητευτικός νεαρός της καλής κοινωνίας, ο Γκαστόν, έχει βαρεθεί την ζωή που κάνει και κυρίως έχει βαρεθεί τις γυναίκες. Το μόνο που απολαμβάνει είναι την παρέα της παλιάς φίλης του θείου του Ονόρι και της εγγονής της, της όμορφης Ζιζί. Η Ζιζί φαίνεται ότι θα ακολουθήσει τα βήματα της γιαγιάς της και θα γίνει διάσημη εταίρα οπότε ο Γκαστόν σκέφτεται ότι θα μπορούσε να γίνει ο πρώτος της προστάτης. Ωστόσο όσο περνάει ο καιρός αντιλαμβάνεται ότι είναι ερωτευμένος με την Ζιζί και θέλει να την παντρευτεί...


  

Cowboy 1958

Cowboy 1958

Ο Δαίμων του Ρίο Γκράντε

  


Σκηνοθεσία: Delmer Daves

Σενάριο: Frank Harris, Edmund H. North, Dalton Trumbo

Είδος: WESTERN

Διάρκεια: 01:32

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Glenn Ford: Tom Reese

Jack Lemmon: Frank Harris

Anna Kashfi: Maria Vidal

Brian Donlevy: Doc Bender - Trail Hand

Dick York: Charlie - Trail Hand 

Ο Jack Lemmon υποδύεται έναν (και ερωτοχτυπημένο) ρεσεψιονίστ ξενοδοχείου του Σικάγο, που έχει ένα κρυφό όνειρο να γίνει Cowboy! Όταν γνωρίσει τον πολύπειρο επαγγελματία του είδος Glenn Ford, θα καταφέρει να γίνει συνέταιρός του και θα τον ακολουθήσει μέχρι το Μεξικό. Στην πορεία όμως θα δει ο ίδιος ότι η ζωή στη φύση για έναν καουμπόι δεν είναι τόσο εύκολη και ρομαντική (όπως τη φανταζόταν). Οι δυσκολίες θα ακολουθούν η μία την άλλη και τα νεύρα θα αρχίσουν να τεντώνονται, με αποτέλεσμα η σχέση των δύο αφεντικών να φτάσει σε οριακό σημείο.

Ο σκηνοθέτης Delmer Daves είχε στο ενεργητικό του αρκετές western ταινίες και εδώ χειρίζεται με άνεση το υλικό του. Αυτή η ταινία του 1958 ξεκινά με καθαρό κωμικό χαρακτήρα? η χρησιμοποίηση του Jack Lemmon είχε φυσικά αυτό το σκοπό. Βλέπετε, μετά το Όσκαρ β` ανδρικού ρόλου που πήρε το 1955 στον κωμικό του ρόλο στο Mister Roberts ήταν ένα απ`τα hot νέα κωμικά πρόσωπα του Χόλιγουντ. Στην πορεία όμως η ταινία αλλάζει άρδην κατεύθυνση και γίνεται αρκετά σοβαρή και δραματική, μια αλλαγή που δεν την περίμενα και μου φάνηκε εντελώς ξαφνική. Η ταινία πάντως καταλήγει να είναι ένας φόρος τιμής σ`αυτούς τους ανθρώπους. Στην τελική, χωρίς να είναι καμιά σπουδαία ταινία, βλέπεται άνετα και όχι μόνο από τους φανατικούς του είδους.


King Creole 1958

King Creole 1958

Ο Βασιλεύς του Ροκ

 


Σκηνοθεσία: Michael Curtiz

Σενάριο: Herbert Baker, Michael V. Gazzo, Harold Robbins

Είδος: Adventure, Crime, Drama, ELVIS PRESLEY, Musical

Διάρκεια: 01:56

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Elvis Presley: Danny Fisher

Carolyn Jones: Ronnie

Walter Matthau: Maxie Fields

Dolores Hart: Nellie

Dean Jagger: Mr. Fisher 

Μια ασυνήθιστη εμφάνιση του Elvis Presley, που πραγματικά του δίνει την ευκαιρία να δράσει ως ηθοποιός. Ο Elvis ήταν ένας ταλαντούχος ηθοποιός του οποίου το ταλέντο δεν προβλήθηκε δέοντος. Το ταλέντο του αυτό υποτιμήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Το σύστημα του Χόλυγουντ τον έβαζε πάντα στις ταινίες να τραγουδάει χωρίς να κάνει τίποτε άλλο. Μόνο όταν εργάστηκε με ταλαντούχους σκηνοθέτες όπως ο Michael Curtiz και ο Don Siegal, χρησιμοποιήθηκαν πλήρως οι ικανότητές του ως ηθοποιός. Το King Creole (1958) είναι μια τέτοια ταινία, όπου του δίνεται η ευκαιρία να δράσει ως ηθοποιός

Το King Creole (1958) και το western Charro(1968), είναι δύο αξιόλογες ταινίες του Elvis Presley και μία από τις καλύτερες ταινίες σε σκηνοθεσία από τον βετεράνο σκηνοθέτη της ταινίας Καζαμπλάνκα, Michael Curtiz . Ένας από τους ανθρώπους που έγραψαν το σενάριο ήταν ο Michael V. Gazzo, που αργότερα θα παίξει σημαντικό ρόλο στο The Godfather ,Μέρος 2 (1974)

Ο Walter Matthaw είναι καταπληκτικός ως μαφιόζος, σε έναν ρόλο πριν ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με την κωμωδία.

Είναι ένα μουσικό Film Noir, είδος που εξαφανίστηκε τα τελευταία χρόνια.


Teacher's Pet 1958

Teacher's Pet 1958

Ο Χαϊδεμένος της Δασκάλας

 


Σκηνοθεσία: George Seaton

Σενάριο: Fay Kanin, Michael Kanin

Είδος: Comedy, Doris Day, Romance

Διάρκεια: 02:00

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Clark Gable: James Gannon

Doris Day: Erica Stone

Gig Young: Dr. Hugo Pine

Mamie Van Doren: Peggy DeFore

Nick Adams: Barney Kovac 

Οι κινηματογραφικοί θρύλοι Κλαρκ Γκέιμπλ και Ντόρις Ντέι γίνονται το πρώτο θέμα σε μια πρώτης τάξης κωμωδία!

Ο Γκέιμπλ (σε μια από τις καλύτερες τελευταίες ερμηνείες του) υποδύεται τον Τζιμ Γκάνον, έναν αυτοδημιούργητο εκδότη εφημερίδας που απεχθάνεται τις σχολές δημοσιογραφίας μέχρι τη στιγμή που βλέπει ποιος κάνει τη διδασκαλία. Σαγηνεμένος από την αξιαγάπητη καθηγήτρια Ερικα Στόουν (Ντέι), υποκρίνεται τον αρχάριο για να μπει στην τάξη της.

Σύντομα θα γίνει ο αγαπημένος της μαθητής στην προσπάθειά του να κερδίσει το ενδιαφέρον της. Παρόντες στην εύθυμη τάξη της γοητευτικής καθηγήτριας είναι ο Γκιγκ Γιανγκ (σε ρόλο υποψήφιο για Οσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου), η Μάμι Βαν Ντόρεν, ο Νικ Ανταμς και ο Τζακ Αλμπερτσον. Λοιπόν, έτοιμη όλη η τάξη για μαθήματα γέλιου!

Bell Book And Candle 1958

 

Bell Book And Candle 1958

Ήρθες Αργά Αγάπη μου


Σκηνοθεσία: Richard Quine

Σενάριο: Daniel Taradash, John Van Druten

Είδος: Comedy, FANTASY, Romance

Διάρκεια: 01:46

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

James Stewart: Shepherd Henderson

Kim Novak: Gillian Holroyd

Jack Lemmon: Nicky Holroyd

Ernie Kovacs: Sidney Redlitch

Hermione Gingold: Bianca de Passe 

Κινηματογραφική μεταφορά ενός θεατρικού έργου του Τζον βαν Ντρούτεν, που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 με πρωταγωνιστή τον Ρεξ Χάρισον και είχε θέμα τον έρωτα ανάμεσα σε έναν ορθολογιστή ιδιοκτήτη εκδοτικού οίκου και μια σύγχρονη... μάγισσα, η οποία κινδυνεύει να χάσει τις ικανότητές της εάν ερωτευτεί. Η ιστορία έγινε όχημα για δύο μεγάλους σταρ της εποχής, ο σκηνοθέτης της μετέπειτα μεγάλης επιτυχίας "Πώς να Δολοφονήσετε τη Γυναίκα σας" (1965) δημιουργεί τον κατάλληλο ονειρικό κόσμο με τα νεοϋορκέζικα κλαμπ και τους μάγους που ζουν ανάμεσά μας, αλλά η ταινία δεν άντεξε στο χρόνο. Το "Bell Book And Candle" -αναφορά στα αντικείμενα του εξορκισμού μαγισσών- ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Σκηνικών και Κοστουμιών. Η έκδοση DVD περιοχής 2 μεταφέρει σε ψηφιακή μορφή το πρωτότυπο χωρίς ιδιαίτερες βελτιώσεις. Κόκκος και τεχνουργήματα είναι ορατά στην πλήρους ανάλυσης εικόνα, ενώ ο ήχος έχει παραμείνει μονοφωνικός.


 

The Fly 1958

 

The Fly 1958

Η Μύγα 

Σκηνοθεσία: Kurt Neumann

Σενάριο: James Clavell, George Langelaan

Είδος: Drama, Horror, Sci-F, Vincent Price

Διάρκεια: 01:34

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

David Hedison: Andre Delambre (as Al Hedison)

Patricia Owens: Helene Delambre

Vincent Price: François Delambre

Herbert Marshall:             Insp. Charas

Kathleen Freeman            : Emma

 

Μια γυναίκα ειδοποιεί την αστυνομία και ομολογεί ότι συνέθλιψε τον άνδρα της σε πρέσα εργοστασίου. Αργότερα δέχεται να αποκαλύψει τα γεγονότα που προηγήθηκαν του φόνου: ο επιστήμονας σύζυγός της πραγματοποιούσε πειράματα μεταφοράς της ύλης. Όμως, όταν έγινε ο ίδιος πειραματόζωο, δεν πρόσεξε ότι στο θάλαμο τηλεμεταφοράς είχε εισχωρήσει μία μύγα...

Κλασική ταινία τρόμου και φαντασίας της δεκαετίας του ΄50, όχι τόσο για την αφελή ιστορία όσο για τις σχέσεις των ηρώων, οι οποίες συγκροτούν ένα παραμύθι πάθους με λυπημένο τέλος. Σε επίπεδο επιστημονικής βάσης, ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε σεναριογράφος Τζέιμς Κλάβελ (αργότερα έγραψε τα "Μεγάλη Απόδραση", "Στον Κύριό μας με Αγάπη", "Σογκούν") υποπίπτει σε πολλά σφάλματα, ενώ και ο κρυφός έρωτας του Βίνσεντ Πράις με τη σύζυγο του αδελφού του δεν υποστηρίζεται πάντα από το σενάριο. Ωστόσο, οι υποστηρικτές του φιλμ ξεπερνούν τις όποιες αδυναμίες ή ατέλειες και μιλούν για τις εκπλήξεις της υπόθεσης -που ξεκινά όπως μία τυπική αστυνομική ταινία και καταλήγει σε φιλμ τρόμου-, αλλά και για την ατμόσφαιρα που έχει πετύχει ο Κουρτ Νιούμαν, σκηνοθέτης μιας σειράς ταινιών με ήρωα τον Ταρζάν και πρωταγωνιστή τον Τζόνι Βαϊσμίλερ. Την πρώτη "Μύγα" ακολούθησαν δύο συνέχειες ("Return of the Fly",1959 και "Curse of the Fly", 1965), ενώ το 1986 ο Κρόνενμπεργκ γύρισε μια πιο σύγχρονη και σαφώς πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή του ίδιου μύθου. Η έκδοση DVD περιοχής 2 μεταφέρει σε ψηφιακή μορφή το πρωτότυπο με εικόνα πλήρους ανάλυσης (αρκετά λαμπρή και φωτεινή, αλλά με υπερτονισμένα χρώματα) και με πολυκάναλο ήχο, που όμως δεν αποδίδει ικανοποιητική αίσθηση περιβάλλοντος ούτε αποφεύγει τις παραμορφώσεις στις υψηλές συχνότητες.

 



Les Misérables 1958

Les Misérables 1958

ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ  


Σκηνοθεσία: Jean-Paul Le Chanois

Σενάριο: Michel Audiard, René Barjavel,

Victor Hugo, Jean-Paul Le Chanois

Είδος: Drama, Γαλλικά

Διάρκεια: 03:30

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Jean Gabin: Jean Valjean

Bernard Blier: Javert (père et fils)

René Fleur: Le cardinal

Julienne Paroli: Madame Magloire

Fernand Ledoux: Monseigneur Bienvenue Myriel 

Ο απελευθερωμένος κατάδικος Γιάννης Αγιάννης (Jean Gabin) γυρίζει από το κάτεργο της Τουλόν στην ταραγμένη Γαλλική επαρχία των αρχών του 19ου αιώνα, όπου καταφέρνει να στήσει μία καλή επιχείρηση και να διακριθεί στις φιλανθρωπίες...

Καταδιώκεται, όμως από τον στυγνό Επιθεωρητή Ιαβέρη (Bernard Blier), ο οποίος διατηρεί το μίσος του κατα του Αγιάννη από τις μέρες του κάτεργου της Τουλόν. Έτσι ο Αγιάννης αναγκάζεται να περάσει στην παρανομία.

Στην πορεία αναλαμβάνει την ανατροφή της Τιτίκας, του μικρού κοριτσιού μιας πόρνης, την οποία προσέχει σαν κόρη του. Ο Αγιάννης συμμετέχει στις επαναστατικές μέρες της Δημοκρατίας του 1830 και βοηθά την Τιτίκα να βρεί τον έρωτα της ζωής της...

Μάλλον άνευρη μεταφορά του αριστουργήματος του Βίκτορος Ουγκώ, με τους πρωταγωνιστικούς ρόλους να ερμηνεύονται από δύο μεγάλους Γάλλους ηθοποιούς, τον Jean Gabin και τον Bernard Blier, οι μέτριες ερμηνείες των οποίων δεν βοηθούν την λάμψη της μεγάλης αυτής παραγωγής. Στα αρνητικά συγκαταλλέγονται οι πρόχειροι διάλογοι καθώς και το εκνευριστικό και ανούσιο  voice over...

Ο σκηνοθέτης Le Chanois δεν κατόρθωσε, κατα την γνώμη μου, να αποδώσει την ατμόσφαιρα της πόλης του Παρισιού, τα Δημοκρατικά κινήματα και τις συγκρούσεις με τους Γρεναδιέρους αλλά και ούτε και να αποσπάσει συγκλονιστικές ερμηνείες -σε ένα τέτοιο κλασικό remake- από τα βαριά ονόματα του Γαλλικού σινεμά...

Ενδιαφέρουσα ταινία για όσους θέλουν να ξαναθυμηθούν το μυθιστόρημα, αν και υπερβολικά αργή και μακρόσυρτη...

 


Touch Of Evil 1958

Touch Of Evil 1958

Το Αγγιγμα του Κακού  


Σκηνοθεσία: Orson Welles

Σενάριο: Orson Welles, Whit Masterson, Franklin Coen, Paul Monash

Είδος: Crime, Mystery, Orson Welles, Thriller

Διάρκεια: 01:45

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Charlton Heston: Mike Vargas

Janet Leigh: Susan Vargas

Orson Welles: Police Captain Hank Quinlan

Joseph Calleia: Police Sergeant Pete Menzies

Akim Tamiroff: 'Uncle' Joe Grandi 

Ο Μάικ Βάργκας (Charlton Heston) είναι ένας Μεξικάνος αστυνομικός, που έχει διακριθεί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, στο τμήμα δίωξης ναρκωτικών. Έχει μόλις παντρευτεί τη Σούζαν, μία γοητευτική Αμερικανίδα (Janet Leigh) και ξεκινούν το μήνα του μέλιτος στην πόλη Los Robles, που βρίσκεται στο Μεξικό, ακριβώς δίπλα στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Η ηρεμία τους όμως, διακόπτεται απότομα, όταν δολοφονείται με βόμβα που τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητο του, ο αρχιμαφιόζος της πόλης. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αμερικάνος αστυνομικός Χανκ Κουίνλαν (Orson Welles). Ο Κουίνλαν είναι διαβόητος για το ότι βρίσκει πάντα το στόχο του και εξιχνιάζει όλες τις υποθέσεις, αλλά, χωρίς να φαίνεται, αν και κατά πόσο, τις χειρίζεται πάντα με καθαρό τρόπο. Επειδή όλα συμβαίνουν στα σύνορα, αλλά κυρίως σε μεξικάνικο έδαφος, ο Βάργκας επιστρατεύεται στην υπόθεση. Ο Κουίνλαν αγανακτά γρήγορα βλέποντας πως θα έχει τον επίμονο Βάργκας μέσα στα πόδια του και «μαγειρεύει» τα πειστήρια, για να βρει ένα ένοχο και να κλείσει την υπόθεση. Για να πετύχει το στόχο του, ο Κουίνλαν συνεργάζεται με έναν δευτεροκλασάτο μαφιόζο, τον Τζο Γκράντι (Akim Tamiroff), ο οποίος θέλει να τρομοκρατήσει τον Βάρκγας, που είναι ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του αδελφού του, σπιλώνοντας τη τιμή της συζύγου του Σούζαν.

Η γενική αίσθηση : Πιο «Νουάρ» ... δεν βλέπεις πια τίποτα στην οθόνη!!!! Ιδανικό για τους λάτρεις, SOS για τους μελετητές και η αρχή που θα σημαδέψει τους νεοφώτιστους.

Το σενάριο : Είναι εξαιρετικό και ίσως ο βασικότερος (και ενδεχομένως κρυμμένος, κατά κάποιο τρόπο, στη «σκιά» της σκηνοθεσίας) λόγος, που το έργο είναι τόσο εντυπωσιακά διαχρονικό.

Πρόκειται για τη μεταφορά στην οθόνη ενός μυθιστορήματος «δευτερεύουσας σημασίας» (με την έννοια που το λογοτεχνικό genre «pulp fiction» είναι δευτερεύουσας σημασίας) με τίτλο “badge of evil” του Whit Masterson.

Την σεναριακή προσαρμογή έκανε ο Paul Monash. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του Welles στο σενάριο ήταν τόσες πολλές, διευσδυτικές και ανατρεπτικές, που τελικά στο generique μόλις και μετά βίας πιστώνεται η συγγραφή του σεναρίου στον Monash.

Θεωρείται ότι ο Welles, δεν είχε διαβάσει ποτέ το μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε η ταινία και ότι οι παρεμβάσεις του στο κείμενο του Monash, είχαν σαν μόνο ουσιαστικό στόχο και αποτέλεσμα, να μεταθέσουν το κέντρο βάρους του σεναρίου στα θέματα που τον απασχολούσαν πάντα, δηλαδή στις προσωπικές εμμονές του, που συγκεκριμένα είναι : η φυσική ανθρώπινη ροπή, η προδιάθεση δηλαδή, προς το κακό και ο συνεπερχόμενος διπολισμός του ανθρώπινου ήθους (άσπρο-μαύρο, καλό -κακό), ο αμοραλισμός, και η διαφθορά των προσώπων που κατέχουν την εξουσία.

Η σκηνοθεσία : Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε έξι εβδομάδες, δηλαδή σε χρόνο ρεκόρ. Τα γυρίσματα γίνονταν μόνο βράδυ, γιατί ο Welles (όπως ακριβώς και ο ήρωας που υποδύεται) σιχαινόταν να ανακατεύονται στα πόδια του οι υπεύθυνοι της παραγωγής και έκανε ότι μπορούσε για να τους αποφεύγει. Ήταν η πρώτη του εμφάνιση στα στούντιο σαν σκηνοθέτης, μετά από μία δεκαετία και ξεκίνησε με πολύ βαριά καρδιά, σχεδόν χωρίς όρεξη, επειδή τον πίεσε με τις προτροπές του ο Charlton Heston. Η παραγωγή ήταν συνεχώς καχύποπτη απέναντι του και τελικά τον απέλυσε πριν ολοκληρωθεί η φάση του post-production.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν μία εικόνα, που σήμερα (και τότε), στις συζητήσεις μεταξύ σκηνοθετών, οδηγεί στη γνωστή κατακλείδα : «έκανα μία ξεπέτα για να ξεμπλέξω».

Όταν όμως είναι κανείς ιδιοφυία, του μεγέθους του Orson Welles, η έννοια της «ξεπέτας» απλά, δεν υφίσταται. Δηλαδή, όταν κάποιος είναι σαν τον Welles, ακόμα κι αν πιέσει τον εαυτό του να κάνει μιά «ξεπέτα», η ξεπέτα δεν του «βγαίνει» ως τοιαύτη. Μοιραία λοιπόν, και αυτή η ταινία του πέρασε στην κατηγορία : αριστούργημα, και οι λόγοι που την κατατάσσουν εκεί είναι οι εξής :

α) Το αρκετά μεγάλης διάρκειας μονοπλάνο, με το οποίο ξεκινάει η ταινία και το οποίο είναι η πιο διάσημη σεκάνς του έργου. Πρόκειται για μονοπλάνο, που διδάσκεται πλέον στα πανεπιστήμια και τις σχολές κινηματογράφου, ως ιστορικής σημασίας και καινοφανούς τεχνικής.

Η κάμερα βρίσκεται σε ένα γερανό. Κάνει traveling, απογειώνεται από το έδαφος, κατεβαίνει, υψώνεται ξανά και συνεχίζει αυτές τις μεταβολές της κίνησης της, ενώ ταυτόχρονα, παραμένει «προσηλωμένη», να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές, ενόσω εκείνοι περπατούν στο δρόμο και ανυποψίαστοι, άλλοτε πλησιάζουν και άλλοτε απομακρύνονται, από το αυτοκίνητο του αρχιμαφιόζου, που στο τέλος εκρήγνυται. Το πλάνο αυτό, σήμερα, ίσως και να περάσει απαρατήρητο, από κάποιον που βλέπει ανυποψίαστος το έργο για πρώτη φορά. Κι αυτό γιατί η τεχνική του έχει αντιγραφεί τόσες πολλές φορές, από τότε, που πλέον θεωρείται πραγματικά δεδομένο! Δηλαδή, δεν μπορούμε πια, να νιώσουμε την έκπληξη που ένιωσαν οι θεατές το 1958, ωστόσο είναι και αδύνατον, να μην αισθανθούμε τη δύναμη του. Τραβάει τον θεατή σαν δίνη και τον βάζει μέσα στο φιλμ. Μεταφέρει τον απόηχο της πόλης, που από μακριά μοιάζει σαν να διασκεδάζει, αλλά που μεταδίδει και μιά ανησυχία. Προαισθάνεται κανείς ότι κάτι δεν θα πάει καλά, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει τί ακριβώς.

Ο Welles γύρισε αυτό το πλάνο πάρα πολλές φορές, επί μία ολόκληρη νύκτα (στις 14 Μαρτίου 1957). Για πρακτικούς λόγους τα γυρίσματα έγιναν στην πόλη Venice της Καλιφόρνια, που πείθει ότι πρόκειται για την μεξικάνικη Los Robles, στην οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται η ιστορία.

Τελικά, ο Welles θεώρησε ικανοποιητική, μόνο την τελευταία λήψη (στην οποία μπορεί κανείς, αν ειναι, πες, μελετηρός και ενδιαφέρεται για τόση λεπτομέρεια, να διακρίνει το φως της αυγής που χαράζει στο βάθος του ορίζοντα). Η σκηνή αυτή καθορίζει το στίγμα όλης της ταινίας, δημιουργεί την ατμόσφαιρα, απλώνει το νουάρ, θέτει φόντο και δίνει το ρυθμό, στον οποίο θα κινηθεί όλη η υπόλοιπη κινηματογραφική αφήγηση. (Μην τη χάσετε!!!! Πηγαίνετε νωρίς στην αίθουσα και φροντίστε να έχετε ξεμπερδέψει από το μπαρ – μεξικάνικα νάτσος και τα τοιαύτα- πριν πέσουν οι τίτλοι της αρχής!!!) (Μιλάω γενικά!! Παρακαλώ πολύ την πολυαγαπημένη cinefan Loramars, να μην το εκλάβει ως προσωπική αιχμή - χεχεχε)

            β) Ο διευθυντής φωτογραφίας Russel Metty δημιούργησε για την ταινία, ένα (συγχωρείστε το καταχρηστικό οξύμωρο, αλλά πώς αλλιώς να το πεις;;;) «νέο διαυγές chiaroscuro», που καθορίζει το «νουάρ» με έναν άλλο τρόπο, πιο μοντέρνο και σαφώς πιο στυλιζαρισμένο από εκείνον των προηγούμενων δεκαετιών. Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκιές των ηθοποιών που πραγματικά παίζουν στο έργο και λαμβάνουν ενεργά μέρος στη σύνθεση των ανεπανάληπτων εικόνων.

           

γ ) Πέρα όμως απο την φωτογραφία, προστίθενται και άλλα στοιχεία (π.χ. εφημερίδες στροβιλίζονται, χωρίς να πνέει τόσο δυνατός άνεμος) τα οποία συνδυάζονται με τη σκηνογραφία (π.χ. ένα βαλσαμωμένο κεφάλι ταύρου κρέμεται «υπέρβαρο», με τα σπαθάκια του ταυρομάχου καρφωμένα επάνω του, όπως ακριβώς λίγο πριν ξεψυχήσει το ζώο που βαλσαμώθηκε. Το βλέπουμε στον τοίχο του «μαγαζιού» της Τάνυα-Marlene Dietrich, πάνω από την πολυθρόνα στην οποία κάθεται ο Κουίνλαν-Welles, ως μια «ευανάγνωστη αλληγορία») και την ενδυματολογική λεπτομέρεια (π.χ. ο κορσές της Janet Leigh στην περίφημη σκηνή του μοτέλ, που την κάνει να φαίνεται τελικά, σαν κορίτσι του καμπαρέ, αλλά και άσπιλη, όπως το λευκό σατέν από το οποίο είναι φτιαγμένος). Δημιουργείται δηλαδή, ένα εντυπωσιακό, ευφυέστατο και λεπτομερέστατο στυλιζάρισμα της εικόνας. ‘Ετσι, το φόντο της εικόνας αναλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος την ευθύνης για την απόδοση της αίσθησης του νουάρ. Και με τον τρόπο αυτό, οι διάλογοι αποδεσμεύονται κατά κάποιο τρόπο, από το σύνολο του βάρους αυτής της ευθύνης, και τους παρέχεται μιά σχετική ελευθερία, για να αποτολμήσουν διατυπώσεις, που περικλείουν ένα λανθάνον χιούμορ κι ένα σαρκασμό, καθώς φλερτάρουν διακριτικά με ένα φιλοσοφίζον ύφος.

δ) Η εξαιρετική μουσική επένδυση του Henry Mancini, καθώς και το ότι η μουσική που ακούγεται στο φιλμ προέρχεται πάντα από πηγές (ραδιόφωνα, τζουκ-μποξ, πιανόλα κλπ) που βρίσκονται εντός του πλάνου και συμμετέχουν στη ταινία. Ο Welles ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτό τον τρόπο εισαγωγής της μουσικής υπόκρουσης. Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους που αναγνώρισαν το ταλέντο του Mancini.

Οι ηθοποιοί : Το εκπληκτικό καστ και οι εξαιρετικές ερμηνείες είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει την ταινία αριστούργημα. Ο Charlton Heston, (περασμένος ένα ελαφρύ χέρι φούμο - για να δείχνει πιο μεξικάνος) αποδίδει τον άτεγκτο αστυνόμο πειστικότατα και με εντυπωσιακή ευκολία.

Το ίδιο εύκολα και ανάλαφρα πλάθει το χαρακτήρα της η Janet Leigh. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη σε ένα ρόλο, που επανειλημμένα απαιτεί, να αφήσει να διαγραφούν τα κωμικά στοιχεία της κατάστασης στην οποία περιέρχεται, χωρίς όμως ο θεατής να γελάσει, όπως θα γελούσε εάν έβλεπε κωμωδία. ‘Ολη αυτή η μαεστρία της, φαίνεται στη σκηνή, κατά την οποία έχει ουσιαστικά απαχθεί από τον μαφιόζο Γκράντι, ο οποίος έχει πρόθεση να την τρομοκρατήσει. Εκείνη, αντί να φοβηθεί, του αντεπιτίθεται ατρόμητη, του κάνει μαθήματα συμπεριφοράς και ουσιαστικά τον απειλεί, σε ένα τόνο, που ο μαφιόζος πραγματικά σκιάζεται!

Εντυπωσιακή φυσικά και η παρουσία της Marlene Dietrich, ως Τάνυα, η οποία τελικά, λέει όλες τις «βαθυστόχαστες» δραματικές και μοιραίες ατάκες, που θεωρούνται εμβληματικές της ταινίας. (Όπως είναι ευνόητο, μόνο η Marlene Dietrich θα μπορούσε να εκστομίσει τέτοιες ατάκες και να ακουστούν έτσι, τόσο ακλόνητες και αδιαμφισβήτητες! π.χ. Κουίνλαν : Come on, read my future for me. Τάνυα : You haven`t got any. Κουίνλαν: What do you mean? Τάνυα : Your future is all used up. Ή επίσης, Κουίνλαν : I`m Hank Quinlan. Τάνυα : I didn`t recognize you. You should lay off those candy bars.)

Οι ερμηνείες του Dennis Weaver, που υποδύεται τον νυχτερινό φύλακα του μοτέλ και του Joseph Celleia, που υποδύεται τον πιστό φίλο του Κουίνλαν, θεωρούνται ιστορικής σημασίας και είναι πράγματι εντυπωσιακές, παρά το ότι με τα σημερινά αισθητικά δεδομένα, η ερμηνεία του Dennis Weaver, θα άγγιζε (θα ποδοπατούσε, για την ακρίβεια) τα όρια της μπαλαφάρας.

Ωστόσο, όλες αυτές οι εξαίρετες ερμηνείες μοιάζουν σαν να είναι δευτερεύοντα διακοσμητικά στοιχεία, που απλώς πλαισιώνουν, τον ένα και μοναδικό ογκόλιθο, που καταλαμβάνει με την ερμηνεία του την οθόνη και μονοπωλεί κάθε πλάνο, στο οποίο εφμανίζεται : τον Orson Welles. Η ερμηνεία του είναι τόσο τέλεια, που είχε εισπράξει, κάθε πιθανό είδος επαινετικού σχολίου, αλλά ακόμα και τη μομφή, ότι επρόκειτο για επιδειξιομανιακή κρίση, προβολής των δεξιοτήτων του.