Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1937. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1937. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Heidi (1937)

Heidi (1937)



Family, Drama - Σκηνοθεσία: Allan Dwan
Σενάριο του Walter Ferris, από την διασκευή του Μυθιστορήματος της Johanna Spyri: Χάιντη, το κορίτσι των Άλπεων.
Με την Shirley Temple, στον κεντρικό ρόλο συνεπικουρούμενη από τους Jean Hersholt, Arthur Treacher, Helen Westley, Thomas Beck
Διάρκεια 88 λεπτά – Βαθμολογία: 7,3
Ελληνικοί υπότιτλοι σε ξεχωριστό αρχείο
μεταφρασμένοι από εμένα

Η Γιοχάνα Σπίρι γεννήθηκε το 1829 στο ελβετικό χωριό Χίρτσελ. Λάτρευε τη φύση και εμπνεύστηκε από αυτή. Το σπίτι της είχε θέα στα βουνά και πολλά από τα προσωπικά της βιώματα περιέχονται στα βιβλία της. Το 1852, παντρεύτηκε το δικηγόρο Μπέρνχαρντ Σπίρι και εγκαταστάθηκε μαζί του στη Ζυρίχη. Παρά την απομάκρυνσή της από τη γενέτειρά της όμως, πάντοτε νοσταλγούσε το σπίτι της στην εξοχή. Σε ηλικία σαράντα τριών χρόνων, άρχισε να γράφει τις περιπέτειες της "Χάιντι". Το βιβλίο κυκλοφόρησε δέκα χρόνια αργότερα και σύντομα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Αγαπήθηκε, μάλιστα, ιδιαίτερα από τα παιδιά.
Σήμερα η ιστορία "Χάιντη, το κορίτσι των Άλπεων" είναι τόσο δημοφιλή στα παιδιά (και όχι μόνο) της κεντρικής Ευρώπης, όσο σε εμάς η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα και λοιπά. Πολλές φορές έχει μεταφερθεί στην μεγάλη αλλά και στην μικρή οθόνη. Μία από αυτές ήταν και ο 1937, όπου την Χάιντη ενσάρκωσε το κοριτσάκι είδωλο εκείνης της εποχής, η Shirley Temple.  Η ιστορία αν και έχει κυκλοφορήσει σε πολλές κινηματογραφικές εκδοχές, είναι γενικά η εξής: Η Χάιντη είναι ένα ορφανό κοριτσάκι που ζει με την θεία της. Η θεία κάποτε βρίσκει μια δουλειά στην πόλη και δεν μπορεί να έχει πια την Χάιντη μαζί της. Αποφασίζει να την παραδώσει στον παππού της Χάιντη, ο οποίος είναι ένας στριφνός γέρος που φαίνεται να πληγώθηκε κάποτε από τους ανθρώπους και έχει αποτραβηχτεί στα βουνά όπου ζει σαν ερημίτης. Η Χάιντη με την θεία της πάνε και τον βρίσκουν στο βουνό και του ανακοινώνουν την απόφασή τους. Αυτός αντιμετωπίζει εχθρικά την θεία και αρνείται να αναλάβει καμία υποχρέωση. Τότε η θεία παρατά κυριολεκτικά την Χάιντη στον παππού και φεύγει. Ο γέρος στην αρχή δεν είναι φιλικός με την μικρή, μα τον καιρό όμως η μικρή χάρη στην καλοσύνη και γλυκύτητά της τον κερδίζει και ο παππούς όχι μόνο αλλάζει στάση απέναντί της, αλλά γίνεται και η αγαπημένη του εγγονή. Της διαβάζει μάλιστα και ιστορίες από την βίβλο και κάποια παραμύθια.


Ένα από αυτά είναι " η μικρή Ολλανδέζα με τα ξύλινα παπούτσια", όπου οι δημιουργοί της ταινίας για να μας παρουσιάσουν ένα από τα πολλά ταλέντα της Shirley Temple, δραματοποιούν την ιστορία και τον ρόλο της μικρής Ολλανδέζας παίζει η ίδια η πρωταγωνίστρια. Τραγουδά και χορεύει με τα ξύλινα παπούτσια της ένα χορό εμπνευσμένο από τις κλακέτες. Το περίεργο είναι πως ενώ η μικρή έγινε θρύλος με τις μπουκλίτσες της, εδώ μας εμφανίζεται με κοτσιδάκια!
Τελικά με την καλοσύνη και καπατσοσύνη της η μικρή καταφέρνει να πείσει τον παππού να μην ζει πλέων σαν αγρίμι και να ξαναρχίσει επαφές νε τους ανθρώπους. Η θεία της Χάιντη που φαίνεται να μην έπαψε να νοιάζεται για την ανιψιά της, της βρήκε μια θέση σε μια πλούσια οικογένειας στην Φρανκφούρτη Η οικογένεια αυτή έχει μια παράλυτη κόρη. Η μόνη ασχολία την Χάιντη θα είναι να κρατά συντροφιά στην μικρή παράλυτη.  Ο παππούς όμως ούτε να το ακούσει δεν θέλει, πως θα αποχωριστεί την εγγονή του. Τότε η θεία απαγάγει κυριολεκτικά την Χάιντη και την οδηγεί παρά την θέλησή της στην οικογένεια αυτή. Η Χάιντη αν και είναι στενοχωρημένη που έχασε τον παππού της και την ανέμελη ζωή στο βουνό, δένεται συναισθηματική με την μικρή παράλυτη Εύα και της διηγείται όλες τις ομορφιές του βουνού και της φύσης.


Με παρακίνηση της Χάιντη η μικρή Εύα στέκεται πάλι στα πόδια της και κάνει τα πρώτα της βήματα. Ενθουσιασμένος ο πατέρας της, αποφασίζει να συνοδεύσει τα δύο κορίτσια στον παππού στο βουνό.


Εκεί σύμφωνα με το σενάριο αυτής της ταινίας, τα κορίτσια κάνουν αγώνα δρόμου στην βουνοπλαγιά! Βέβαια πρόκειται για τροποποίηση της ιστορίας σε αυτό το σενάριο, όπου σύμφωνα με την αρχική ιστορία, πήγαν επίσκεψη στον παππού στο βουνό με την παράλυτη Εύα. Εκεί η μικρή, υπακούοντας στο κάλεσμα του βουνού και της φύσης, σηκώνεται σιγά σιγά και κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι καθόλου άσχημη και η διασκευασμένη ιστορία.

Η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=caDjM0qGww0




Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Ye ban ge sheng (1937)

Ye ban ge sheng (1937)
Song at Midnight
Εναλλακτικός τίτλος:
Το Φάντασμα της Όπερας της Σαγκάης


Fantasy, Horror
Σκηνοθέτης ο Weibang Ma-Xu
Με τους: Menghe Gu, Ping Hu, Shan Jin, κ.α.

Το μυθιστόρημα τουGaston Lerux, «Το Φάντασμα της Όπερας», έχει αρκετές φορές μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Μία από τις πιο επιτυχημένες μεταφορές του ήταν αυτή του Κινέζου σκηνοθέτη Weibang Ma-Xu το 1937. Ο Weibang Ma-Xu στην αρχή ξεκίνησε ως σχεδιαστής τίτλων, σκηνογράφος, ηθοποιός και στο τέλος ασχολήθηκε με την σκηνοθεσία. Αυτή ήταν η δεύτερη ομιλούσα ταινία του.
Η σκοτεινή και μυστηριακή ατμόσφαιρα της ταινίας γίνεται αντιληπτή από την αρχή όταν ένας περιοδεύον θίασος όπερας φθάνει σε ένα εγκαταλελειμμένο θέατρο σε μια κωμόπολη. Στο θέατρο αυτό πριν από δέκα χρόνια είχε βρει τραγικό θάνατο ένας διάσημος τραγουδιστής-ηθοποιός της όπερας, ο Σονγ Ντάπινγκ. Ο Θρύλος θέλει ο άνθρωπος αυτός να έχει στοιχειώσει και να τριγυρνά στο εγκαταλελειμμένο θέατρο.
            Ο θίασος ξεκινάει να κάνει πρόβα σε ένα νέο έργο που έχει σχέση με την ιστορία της περιοχής. Ο νεαρός πρωταγωνιστής του θιάσου όμως, αν και είναι ικανότατος τραγουδιστής, δεν τα πάει καλά στην πρόβα. Ζητά να μείνει μόνος του και να ασκηθεί με την ησυχία του. Πράγματι, μένει μόνος και ξεκινά να τραγουδά. Και τότε ακούγεται μια ωραία και απαλή φωνή να τραγουδά μαζί του σαν να θέλει να τον διορθώσει και να τον διδάξει! Τι συμβαίνει; Είναι αλήθεια τα περί φαντάσματος. Τελικά ο άγνωστος εμφανίζεται με καλυμμένο το πρόσωπο και διαβεβαιώνει τον νεαρό ότι είναι κανονικός άνθρωπος και όχι κανένα φάντασμα. Του διηγείται την ιστορία του, για το πώς κατέληξε να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν κάποτε ο διάσημος τραγουδιστής της όπερας, ο Σονγκ Ντάπινγκ. Ο άνθρωπος αυτός «τόλμησε» να αγαπήσει και να αγαπηθεί από την κόρη ενός φεουδάρχη. Ένας άλλος νεαρός φεουδάρχης που είχε βλέψεις για την ίδια νεαρά, ξεσήκωσε τον πατέρα της ότι η κόρη του σχετίζεται με κάποιον επαναστάτη. Αυτός δίνει εντολή και τον συλλαμβάνουν και τον βασανίζουν. Η νεαρή λυπάται αλλά αυξάνεται ο θαυμασμός της προς τον αγαπημένο της. Τότε ο νεαρός φεουδάρχης νομίζοντας ότι θα δώσει τέλος σε αυτό το ειδύλλιο, περιχύνει στο πρόσωπο του ερωτικού του αντίζηλου καυστικό οξύ! Το αποτέλεσμα είναι τραγικό. Ο Σονγκ παραμορφώνεται φρικτά και δεν τολμά να αντικρίσει άνθρωπο. Βάζει κάποιον κοινό γνωστό να ενημερώσει την κοπέλα πως πέθανε! Το αναπάντεχο αυτό νέο κάνει την κοπέλα να χάσει το λογικά της. Άβουλη περιφέρεται σαν ξωτικό. Ο Σονγκ το μόνο που βρίσκει να κάνει είναι να πηγαίνει κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της και να της τραγουδά, χωρίς να εμφανίζεται, για να την παρηγορεί. Η κοπέλα το αντιλαμβάνεται αυτό σαν φωνή του αγαπημένου της από τον άλλο κόσμο!
Ο Σονγκ κάνει μια συμφωνία με τον νεαρό ηθοποιό. Αναλαμβάνει να του διδάξει όλα όσα γνωρίζει για την τέχνη, και αυτός σε αντάλλαγμα αναλαμβάνει να εμφανίζεται και να τραγουδά ενώπιων της κοπέλας. Πράγματι, ο νεαρός ανταποκρίνεται στην επιθυμία του Σονγκ, αλλά η κοπέλα μέσα στον δικό της κόσμο που ζει νομίζει ότι ο αγαπημένος της επέστρεψε.
      Ο Σονγκ έχει βαθύτερες βλέψεις για τον νεαρό. Θέλει να τον καταστήσει διάδοχό του και να τον ρίξει στην αγάλια της αγαπημένης του, ελπίζοντας πως έτσι θα την παρηγορήσει. Πικραίνεται και οργίζεται όμως όταν αντιλαμβάνεται πως ο νεαρός διατηρεί σχέση με μία συνάδελφό του.
Αυτό που κάνει να διαφέρει η μεταφορά του μυθιστορήματος αυτού σε αυτή την ταινία σε σχέση με άλλες μεταφορές, είναι ότι το υποτιθέμενο φάντασμα δεν είναι κάποια σκοτεινή και απειλητική φιγούρα, αλλά μία ευγενική και καλοπροαίρετη ύπαρξη. Δεν παίρνει δε υπό την προστασία του νεαρή πρωταγωνίστρια της όπερας, αλλά νεαρό πρωταγωνιστή.
      Τα σκηνικά είναι ιδιαίτερα επιτυχημένα, η δε χρήση φωτός και σκιών είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό.
      Πάντως επειδή δεν έχει γίνει καμία σπουδαία αποκατάσταση της ταινίας, μην περιμένετε να την βρείτε σε πολύ σπουδαία κατάσταση Δείξτε κατανόηση και παρηγορηθείτε με το ότι αποκτήσατε εμπειρία σχετικά με τις Κινέζικες ταινίες της δεκαετίας του 30. Οι δε συλλέκτες σπάνιων ταινιών να είναι υπερήφανοι που απέκτησαν αυτή την ταινία στην συλλογή τους. Προς τον σκοπό αυτό μετέφρασα, από τα Αγγλικά βεβαίως, τους υπότιτλους αυτής ταινίας.

Η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=MVHz4nLm6Ps






Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Wee Willie Winkie (1937)

Wee Willie Winkie (1937)
Η ΜΑΣΚΟΤ ΤΩΝ ΛΟΓΧΟΦΟΡΩΝ


Του John Ford
Με την Shirley Temple
Ελληνικοί υπότιτλοι μεταφρασμένοι από εμένα

Και ήρθε η ώρα που δε θα γραφόταν κάποιο σενάριο που θα εξυπηρετούσε την επίδειξη του ταλέντου και των ικανοτήτων του παιδιού θαύματος, της Shirley Temple, αλλά που η ίδια θα έβαζε το ταλέντο της για να εξυπηρετήσει κάποιο σενάριο. Και το σενάριο ήταν των Ernest Pascal και Julien Josephson, που βασίστηκε σε μυθιστόρημα του Rudyard Kipling. Επελέγει δε ένας γνωστός και ικανός σκηνοθέτης, ο John Ford, για να μπορέσει η Shirley Temple να μεταπηδήσει από την κατηγορία του παιδιού θαύματος, στην κατηγορία των ταλαντούχων φτασμένων ηθοποιών.
Εδώ να διευκρινίσω κάτι σχετικά με τις ταινίες των δεκαετιών του 30 και 40 που έχουν θέμα λευκούς αποικιοκράτες σε εξωτικές χώρες. Κατά κανόνα οι λευκοί παρουσιάζονται ως ανιδιοτελείς μεσσίες που αγωνίζονται να εκπολιτίσουν βάρβαρους λαούς. Οι ντόπιοι νοικοκυραίοι απολαμβάνουν την προστασία των λευκών αποικιοκρατών, ενώ όσοι αντιτίθενται σ’ αυτούς είναι ληστές και κατσαπλιάδες. Από το πνεύμα αυτό δεν μπορούσε να ξεφύγει και η παρούσα ταινία. Μην αντιμετωπίζουμε λοιπόν αυτή την ταινία με τα σημερινά κριτήρια, αλλά με τα κριτήρια της τότε εποχής και να περιοριστούμε στο καλλιτεχνικό της τομέα.
Η Joyce Williams (June Lang), μητέρα της Priscilla Williams (Shirley Temple), είναι Αμερικάνα χήρα ενός Βρετανού αξιωματικού. Φαίνετε με του που έχασε τον άντρα της, αυτή και η κόρη της αντιμετώπισαν προβλήματα επιβίωσης. Τότε λοιπόν απευθύνθηκε στο πεθερό της που ήταν διοικητής ενός Βρετανικού αποσπάσματος (Σκοτσέζικου) στην Ινδία για να ζητήσει την βοήθειά του. Αυτός ανταποκρινόμενος κάλεσε μητέρα και κόρη να έλθουν να ζήσουν μαζί του στην Ινδία. Πράγματι αυτές ξεκίνησαν και έφτασαν εκεί αποφασισμένες να ζήσουν πλέων σε ένα στρατόπεδο σε μια μακρινή χώρα. Η μικρούλα Priscilla με την τσαχπινιά και αθωότητά της ξετρελαίνει το στρατιωτικό προσωπικό της βάσης και όλοι ασχολούνται μαζί της. Μέχρι και στολή σκοτσέζου στρατιώτη της βρίσκουν και κάνουν γυμνάσια μαζί της. Ο παππούς της μικρής όμως που είναι τυπολάτρης, δεν συμφωνεί με αυτή τους τη στάση. «Δεν θα μου μεταβάλετε το στρατόπεδο σε παιδικό σταθμό της κακιάς ώρας» είπε, και απαγόρευσε να έχει η μικρή οποιαδήποτε επαφή με στρατιώτες.
Εντωμεταξύ ανάμεσα στην μητέρα της Priscilla και τον υπολοχαγό Brandes (Michael Whalen), αρχίζει να πλέκεται ένα ειδύλλιο. Υπάρχει ένας κρατούμενος εντός του στρατοπέδου, ο Khoda Khan (Cesar Romero), ο οποίος είναι ο αρχηγός των ανταρτών της περιοχής. Η Priscilla τον συμπονά και τον επισκέπτεται για να τον πείσει να αλλάξει στάση ώστε να μείνει ελεύθερος. Αυτός εντυπωσιάζεται με το θάρρος της μικρής.
Ένα βράδυ και ενώ το στρατιωτικό προσωπικό είναι απασχολημένο με τον χορό που δίδεται, οι αντάρτες επιτίθενται και απελευθερώνουν τον αρχηγό τους! Οι Βρετανοί αποστέλλουν μια περίπολο για να διερευνήσει την κατάσταση. Η περίπολος πέφτει σε ενέδρα όπου κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών τραυματίζεται σοβαρά ο λοχίας MacDuff (Victor McLaglen), που είναι ο αγαπημένος φίλος της Priscilla . Ο δυστυχής φαίνεται να περνά στο κρεβάτι του πόνου τις τελευταίες του στιγμές όταν τον επισκέπτεται η Priscilla. Τότε αυτός της ζητά να του τραγουδήσει το γνωστό Βρετανικό άσμα: Το τραγούδι του αποχαιρετισμού. Ενώ σε αυτή την ταινία η Shirley Temple δεν χορεύει ούτε τραγουδάει τα συνήθη τραγουδάκια της, εδώ με συγκινητικό τρόπο τραγουδά στον αγαπημένο της λοχία το τραγούδι του αποχαιρετισμού:

Για όποιον ενδιαφέρεται, η μετάφραση αυτού του τραγουδιού από τα Σκοτσέζικα στα Αγγλικά δίνεται εδώ:
Good old times

Should old acquaintance be forgot,
and never brought to mind?
Should old acquaintance be forgot,
and good old times?

For old times since, my dear,
for good old times,
we'll drink a cup of kindness yet,
for good old times.

And surely you’ll have your pint cup!
and surely I’ll have mine!
And we'll drink a cup o’ kindness yet,
for good old times.

We two have run about the slopes,
and picked the daisies fine;
But we’ve wandered many a weary foot,
since good old times.

We two have paddled in the stream,
from morning sun till dine;
But seas between us broad have roared
since good old times.

And there’s a hand my trusty friend!
And give us a hand o’ thine!
And we’ll take a right good-will draught,
for good old times.

Τελειώνοντας το τραγούδι, ο λοχίας κλείνει τα μάτια του για πάντα. Απαρηγόρητη η μικρή ρωτά τον παππού της γιατί πρέπει να σκοτώνεται ο κόσμος έτσι άδικα. Αυτός της απαντά ότι για όλα είναι υπεύθυνος ο Khoda Khan, ο οποίος δεν δέχεται να έρθει σε συνεννόηση με τους Βρετανούς ώστε να σταματήσει η αιματοχυσία. Τότε η μικρή αποφασίζει να πάει μέχρι το λημέρι των ανταρτών και να συζητήσει μαζί του. Στο στρατόπεδο υπάρχει ένας ορντινάντσα, ο Mohammet Dihn (Willie Fung), ο οποίος στην πραγματικότητα είναι κατάσκοπος των ανταρτών. Αυτός αναλαμβάνει να πάει την μικρή στον Khoda Khan, έχοντας στον νου του να την κρατήσουν οι αντάρτες αιχμάλωτη.
Στο σημείο αυτό να αναφέρω μια μεγάλη πατάτα των δημιουργών της ταινίας. Ενώ ο Willie Fung κάνει μπαμ ότι είναι Κινέζος, τον βάλανε να παίξει τον ρόλο ενός Ινδού, ή έστω Αυγανού!
Τελικά η μικρή συναντά τον Khoda Khan και τον εντυπωσιάζει με το θάρρος της. Τότε φθάνουν και οι Βρετανοί με επικεφαλής τον παππού της Priscilla, με σκοπό να την ελευθερώσουν. Ο παππούς ατρόμητος προχώρα προς το μέρος των ανταρτών και αυτοί τον υποδέχονται με πυροβολισμούς. Η μικρή ορμά προς τον παππού της και οι δύο πλευρές εντυπωσιασμένες με το θάρρος και των δύο, σταματούν να πυροβολούν. Τελικά, χάρις στο θάρρος και την αυτοθυσία της Priscilla, οι δύο πλευρές κάνουν ανακωχή και κάθονται να διαπραγματευτούν.
            Η Shirley Temple θεωρούσε την ταινία αυτή την πιο αγαπημένη της. Για πολλούς όμως, με λύπη τους, θεωρούσαν ότι η ταινία αυτή σήμαινε την αρχή του τέλους. Πράγματι, το κοριτσάκι θαύμα μεγάλωνε. Οι ξανθιές μπουκλίτσες του άρχισαν να σκουραίνουν επικίνδυνα, και το σωματάκι του παρουσίαζε ενδείξεις πρώιμης εφηβείας. Οι καμπύλες στο κορμάκι της άρχισαν να είναι εμφανείς. ενώ με την κοντή Σκοτσέζικη φούστα που της φόρεσαν, φαινόντουσαν τα μπουτάκια της σε κάθε απότομη αφελή της κίνηση. Ο Γκράχαμ Γκριν, κριτικός κινηματογράφου τότε σε Αγγλικό περιοδικό, έγραψε το 1937 με αφορμή αυτή την ταινία ότι οι κινήσεις της Shirley δεν ήσαν και τόσο αφελείς. Οι παραγωγοί της ταινίας σκόπιμος την έβαζαν να παίρνει τέτοιες πόζες, ώστε να ικανοποιεί μια αξιοσημείωτη μερίδα οπαδών της που ήσαν παιδεραστές. Η εταιρία της, η 20th CENTURY FOX, έκανε μήνυση στον Γκράχαμ Γκριν και αυτός για να αποφύγει την φυλάκιση την κοπάνισε στο Μεξικό το ποίο δεν είχε ακόμα συνάψει σύμβαση για έκδοση καταζητούμενων. Γενικά και οι πραγματικοί της θαυμαστές και φίλοι, με πίκρα διαπίστωναν ότι το κοριτσάκι που κάποτε συμβόλιζε την ελπίδα και την αισιοδοξία ενός ολόκληρου έθνους, δεν είναι πια παιδί αλλά μια δεσποινιδούλα, και από τέτοιες είχε αρκετές το Χόλυγουντ.
            Εκτός από τον Γκράχαμ Γκριν, υπήρχαν και αρκετοί άλλοι που ήσαν ενοχλημένοι μαζί της. Το Βατικανό π.χ. θέλησε να μάθει τα θρησκευτικά της πιστεύω και να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν… νάνος!

Η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=qslFyQWwZ4M





Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Stella Dallas (1937)

Stella Dallas (1937)



Σκηνοθέτης ο King Vidor

Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο

Παίζουν: Barbara Stanwyck, John Boles, Anne Shirley  και άλλοι.


Όταν ακούγεται ο χαρακτηρισμός για μια ταινία «Μελόδραμα», προκαλούνται αρνητικές εντυπώσεις και οι λεγόμενοι «σινεφίλ», βγάζουν σπυράκια! Αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου στο ότι το είδος αυτό έχει κατά κόρον αντιγραφεί και έχουμε φθάσει σήμερα και στις «σαπουνόπερες», εμπνευσμένες από αυτό το είδος ταινιών. Όταν αναφερόμαστε όμως για την περίοδο της δεκαετίας του 30, για ποια αντιγραφή μπορούμε να μιλήσουμε; Εκτός αυτού, αυτοί που ψάχνουν ταινίες εκείνης της εποχής, δεν σκοπεύουν απλά να διασκεδάσουν, αλλά να μελετήσουν την εξέλιξη του σινεμά, καθώς και την νοοτροπία των ανθρώπων της εποχής. Δεν πρέπει να εξισώνουμε τους τότε χαρακτήρες μα αυτούς του σήμερα. Οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές. Άνθρωπος εκείνης της εποχής που θα χαρακτηριζόταν προοδευτικός και ισορροπημένος, με τα σημερινά κριτήρια μπορεί να χαρακτηριστεί μικροαστός και ρατσιστής. Μη συγκρίνομε λοιπόν τους τότε χαρακτήρες με σημερινά κριτήρια.
Με αυτά τα κριτήρια, ας μιλήσουμε για την ταινία του King Vidor, (1937), Stella Dallas. Το σενάριο της ταινίας προήλθε από το μυθιστόρημα της Olive Higging Prouty, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην μεγάλη οθόνη το 1925. Αυτή τη φορά όμως ο King Vidor είχε την τύχη όχι μόνο της τεχνολογίας με τη ζωντανή φωνή, αλλά είχε στην διάθεσή του μιαν ανυπέρβλητη ηθοποιό, την Barbara Stanwyck, η οποία ερμηνεύει καταπληκτικά την Stella. Η Stella Marthn είναι ένα κορίτσι εργατικής οικογένειας. Ο πατέρας και ο αδελφός της εργάζονται στο γειτονικό εργοστάσιο. Αυτή όμως έχει στόχο να ανέβει κοινωνικά και για να το πετύχει βάζει στόχο να γνωρίσει ανθρώπους με καλλίτερη θέση απ΄ ότι οι δικοί της. Επιδιώκει να γνωριστεί με κάποιο στέλεχος του εργοστασίου, αλλά παρόλα τα κόρτε που του κάνει, αυτός δεν παίρνει χαμπάρι. Τότε βάζοντας μπρος την καπατσοσύνη της, καταφέρνει όχι μόνο να τον γνωρίσει, αλλά με τις τσαχπινιές της να τον κάνει να την παντρευτεί πολύ σύντομα. Η Στέλλα μπορεί να είναι καπάτσα αλλά όχι και έξυπνη.


 Αμέσως μετά την γέννηση της κόρης τους, ζητά από τον άνδρα της να πάνε σε κοσμικό κέντρο για χορό. φαίνεται καθαρά ότι θέλει να εκμεταλλευτεί αμέσως την έμμεσα κοινωνική της άνοδο και να διασκεδάσει με ανθρώπους ανώτερης κοινωνικής τάξης. Το περιβάλλον όμως στο οποίο μεγάλωσε φαίνεται να παίζει το ρόλο του. Τους πραγματικά αξιόλογους ανθρώπους τους βρίσκει ανιαρούς, ενώ την προσελκύουν άξεστοι αλογομούριδες και τυχάρπαστοι, οι οποίοι βρέθηκαν σε αυτό το περιβάλλον επειδή απέκτησαν λεφτά. Στο σημείο αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τον άντρα της. Όταν μάλιστα αυτός της ανακοινώνει ότι του προσεφέρθει μια αξιόλογη θέση στην Ν. Υόρκη, αυτή δηλώνει ότι δεν θέλει να φύγει και να χάσει τις αξιόλογες «γνωριμίες» της. Έτσι ο σύζυγος αναχωρεί μόνος και το ζευγάρι ζει ουσιαστικά χωρισμένο. Αυτό που τους συνδέει πια είναι η κόρη τους στην οποία η Στέλλα θα αφιερώσει τη ζωή της και θα προσπαθήσει μέσο αυτής να ζήση όσα δεν έζησε. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν αντιδρά στο να επισκέπτεται η μικρή τον πατέρα της, διότι ξέρει ότι μέσο αυτού θα μπορέσει να κάνει αξιόλογες γνωριμίες.


Όλα καλά μέχρι που ο άνδρας της ξαναβρίσκει την παλιά του αγάπη η οποία είχε παντρευτεί έναν πλούσιο, απέκτησε μαζί του τρία παιδιά και μετά χήρεψε. Το ζευγάρι επανασυνδέεται και για να νομιμοποιήσει την σχέση τους χρειάζεται το διαζύγιο από την Σέλλα. Όταν ο δικηγόρος της ανακοινώνει την επιθυμία αυτή, η Στέλλα γίνεται πυρ και μανία. Αλλάζει δε τακτική. Πηγαίνει να την κόρη της σε ακριβά ξενοδοχεία και προσπαθεί να συνάψει σχέσεις μα πλούσιους ανθρώπους. Στην προσπάθειά της να εντυπωσιάσει, ντύνεται σα λατέρνα και προκαλεί θυμηδία στον περίγυρο. Η κόρη που το αντιλαμβάνεται πρώτη ζητά να αποχωρίσουν.


Στο τρένο όμως η Στέλλα ακούει να την σχολιάσουνε και να την θεωρούν νούμερο. Τότε συνειδητοποιώντας μέχρι που μπορεί να φθάσει, και ότι η κοινωνική άνοδος της κόρης της μπορεί να επέλθει μόνο μέσο του πατέρα της και του περιβάλλοντός του, αποφασίζει και επισκέπτεται την νέα σύντροφο του άνδρα της. Δηλώνει δε ότι είναι πρόθυμη να δώσει το διαζύγιο και ως αντάλλαγμα ζητά μόνο το ζευγάρι να αναλάβει και την μικρή. Η μικρή αντιδρά στο να εγκαταλείψει την μητέρα της. Όταν της αποκαλύπτουν ότι αυτό ήταν επιθυμία της ίδιας της μητέρας της, αυτή αναχωρεί να την βρει για να το επιβεβαιώσει. Η Στέλλα «θυσιάζεται» για την κόρη της. Προσποιείται ότι θα παντρευτεί κάποιον που η μικρή πάντα απεχθανόταν και πως μετά θα φύγουν για την Ν. Αμερική. Με δάκρια στα μάτια η μικρή επιστρέφει στον πατέρα της
 Κάποια στιγμή παντρεύεται έναν νέο της λεγόμενης ανώτερης κοινωνικής τάξης. Τότε ανάμεσα στο πλήθος που μαζεύεται έξω απ’ το παράθυρο για να παρακολουθήσει την τελετή, βλέπουμε την Στέλλα που με δάκρια στα μάτια παρακολουθεί τον γάμο της κόρης της. Η θυσία της μάνας όπως την εννοούσαν τότε για την ευτυχία της κόρης.


Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Pépé le Moko (1937)

Pépé le Moko (1937)
Άλγέρι



Σκηνοθεσία: Julien Duvivier
Σενάριο: Henri La Barthe (νουβέλα και σενάριο)
Παίζουν: Jean Gabin, Gabriel Gabrio, Saturnin Fabre, Mireill Balin, Lucas Gridoux και άλλοι.

Για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό του Χόλυγουντ με τις γκανγκστερικές ταινίες οι Γάλλοι , επέλεξαν τον Jean Gabin και προσπάθησαν να τον τυποποιήσουν ως ένα σκληρό και άγριο γκάνγκστερ. Ο άνθρωπος όμως, πέρα από το σκληρό του πρόσωπο, διέθετε ρομαντική φλέβα και ταλέντο πέρα από τυποποιήσεις. Έτσι το πείραμα απέτυχε. Δεν σημάνει  όμως πως απέτυχε η συγκεκριμένη ταινία και ο Jean Gabin ο οποίος με την ταινία αυτή καθιερώθηκε ως μεγάλος ηθοποιός. Όσο για το σκληρό του πρόσωπο, ο μισός γυναικείος πληθυσμός του πλανήτη ήταν ερωτευμένος μ’ αυτό!



Αλλά και ο σκηνοθέτης Julien Duvivier βρήκε την ευκαιρία να αποδείξει τις ικανότητές του. Η ταινία θεωρείται πρώιμο film-noire. Ο όρος αυτός καθιερώθηκε πολύ αργότερα και τότε ήταν άγνωστος.
Το σενάριο μας μεταφέρει στο προπολεμικό Αλγέρι, όπου αυτό όπως και άλλες βορειοαφρικανικές χώρες ήταν Γαλλική αποικία. Το να κατέχουν Ευρωπαϊκές χώρες αποικίες θεωρείτο κάτι το αυτονόητο την εποχή εκείνη, σε σημείο που το Αλγέρι δεν χαρακτηριζόταν αποικία, αλλά Γαλλική επαρχία και η Γαλλία ως «ηπειρωτική Γαλλία». Στη χώρα αυτή βρίσκει καταφύγιο ένας μεγάλος κακοποιός, ο Πεπέ (Jean Gabin), όπου μετά από καταδίωξη από την αστυνομία λόγο ληστείας τραπεζών, κατέφυγε εκεί. Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης Julien Duvivier μας- παρουσιάζει μια συνοικία πόλης του Αλγερίου - την Κασμπάχ - ως μυθικό και ουτοπικό μέρος. Λαβύρινθοι από σκοτεινά και τρομακτικά δρομάκια που η αστυνομία δεν τολμά να ασκήσει την εξουσία της. Το να τολμήσει να συλλάβει κακοποιό, ούτε λόγος. Εκεί όχι μόνο βρίσκει καταφύγιο ο Πεπέ, αλλά συνεχίζει τις παράνομες δραστηριότητές του οργανώνοντας δική του συμμορία και έχοντας την εκτίμηση και συμπάθια όλου του ντόπιου πληθυσμού.



Ενοχλημένα τα κεντρικά της αστυνομίας στο Παρίσι από την ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση του Πεπέ, στέλνουν έναν αξιωματικό στο Αλγέρι για να συλλάβει τον κακοποιό. Ο ντόπιος επιθεωρητής Σλίμαν (Lucas Gridoux), προσπαθεί να πείσει τον αξιωματικό ότι η σύλληψη του Πεπέ μέσα στην Κασμπάχ είναι επικίνδυνη υπόθεση



 Αυτός δε έχει ένα εφικτό σχέδιο. Να παρασύρει τον Πεπέ στην πόλη, όπου εκεί η σύλληψη του θα είναι απλή υπόθεση. Ο αξιωματικός δεν πείθεται και οργανώνει επιχείρηση εκκαθάρισης το βράδυ στην Κασμπάχ, η οποία καταλήγει σε μεγάλο φιάσκο και σημαντικές απώλειες για την αστυνομία.
Ο Πεπέ, αν και είναι κάτι σα βασιλιάς σ΄ αυτή την περιοχή, τον τρώει η νοσταλγία  για την Γαλλία και ιδιαιτέρα το Παρίσι.



Η κατάστασή του επιδεινώνεται όταν γνωρίζει την Γκάμπη (Mireille Balin), μια τουρίστρια από το Παρίσι. Το ντύσιμο και τα κοσμήματα που φοράει αυτή, την κάνουν να φαίνεται ότι είναι γυναίκα της υψηλής κοινωνίας.



Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά κοπέλα ελαφριών ηθών, η οποία ήλθε ως συνοδός-ερωμένη ενός γέρου και χοντρού επιχειρηματία, ο οποίος εξαγοράζει την συντροφιά της με διαμάντια και χρυσά κοσμήματα. Ο αφελής Πεπέ τα παραβλέπει όλα αυτά και ερωτεύεται σφόδρα την κοπέλα.




Στην πραγματικότητα είναι η νοσταλγία για την Γαλλία που τον σπρώχνει σ΄ αυτήν, ελπίζοντας πως μαζί της θα καταφέρει να αποδράσει από την Κασμπάχ και να φύγουν μαζί για το Παρίσι. Για τον επιθεωρητή Σλίμαν, η εμφάνιση της Γκάμπη στην υπόθεση είναι δώρο ανέλπιστο. Με αυτή ως δόλωμα, θα μηχανευτεί τρόπους για να αναγκάσει τον Πεπέ να κατέβει στην πόλη.



Η εν λόγο ταινία δεν έχει κυκλοφορήσει ως DVD στην Ελλάδα. Παίχτηκε όμως κάποτε από την κρατική τηλεόρασης και απέκτησε πολλούς θαυμαστές. Πράγματι αυτοί έχουν δίκιο να θεωρούν την ταινία αυτή ως διαμάντι του Ευρωπαϊκού και ιδιαίτερα του Γαλλικού κινηματογράφου.
Λόγο της κατηγορίας των ηρώων στην ταινία και του τόπου που διαδραματίζεται, αφθονεί η αργκό. Εγώ απέφυγα να μεταφράσω την αργκό κατά λέξη, πράγμα που θα ήταν άτοπο, άλλα προσπάθησα να αποδώσω με αντίστοιχες δικές μας μαγκιές τα λεγόμενα στην αργκό.

Οι μετάφραση των υποτίτλων έγινα από εμένα.



Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

LA GRANDE ILLUSION (1937)

LA GRANDE ILLUSION (1937)
Η μεγάλη Χίμαιρα

Μια αντιπολεμική ταινία διαφορετική από όλες τις άλλες

Σενάριο και σκηνοθεσία του μεγάλου Jean Renoir.
 
Πολλοί από αυτούς που παρακολουθούνε τους υπότιτλους που ανεβάζω στο internet και αντιλαμβανόμενοι ότι ασχολούμαι με παλιές κλασικές Γαλλικές ταινίες, με βομβαρδίζανε με e-mail, ζητώντας μου να τους μεταφράσω υπότιτλους για την ταινία La Grande Illusion. Εγώ για την ταινία αυτή δεν ήξερα τίποτα, αλλά όταν ασχολήθηκα κατάλαβα ότι είχαν δίκιο. Πρόκειται για ένα διαμάντι που ξεπερνά τις κλασικές αντιπολεμικές ταινίες και πάει ακόμα παραπέρα.
 
Πρόκειται για την ιστορία μιας παρέας Γάλλων αξιωματικών που κρατούνται αιχμάλωτοι σε Γερμανικά στρατόπεδα κατά την διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου. Ο Jean Gabin σε νεαρή ηλικία υποδύεται τον Γάλλο αξιωματικό Maréchal που προέρχεται από λαϊκά στρώματα, σε αντίθεση με τον σύντροφό του de Boeldieu (Pierre Fresnay) που προέρχεται από αριστοκρατική οικογένεια. Υπάρχει ακόμα μαζί τους ένας πλούσιος εβραίος ο Rosenthal (Marcel Dalio) που με τα πλούσια πακέτα που του στέλνουν οι δικοί του ταΐζει όλη την παρέα.
 
Αυτό που χαρακτηρίζει την πλοκή είναι η αλληλεγγύη των τάξεων, ανεξαρτήτου εθνικότητος. Ο αριστοκράτης Γερμανός διοικητής του στρατοπέδου von Rauffenstein (μια εξαιρετική ερμηνεία από το μεγάλο σκηνοθέτη του βωβού Erich von Stroheim), αισθάνεται συμπάθεια για τον αριστοκράτη Γάλλο de Boeldieu. τον οποίο και καλεί συχνά στο γραφείο του για συζήτηση. Σε ερώτηση του Γάλλου γιατί αυτή η εξαίρεση, αφού και οι άλλοι δύο σύντροφοί του είναι Γάλλοι αξιωματικοί, αυτός απατάει περιφρονητικά:
 

«Γάλλοι αξιωματικοί ένας εβραίος ονόματι Rosenthal και κάποιος που λέγεται Maréchal; Αυτά είναι οι παρενέργειες της Γαλλικής Επαναστάσεως! Δεν ξέρω αγαπητέ ποιος θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, μα για ένα πράγμα είμαι σίγουρος. Η αριστοκρατική μας τάξη δεν θα παίζει κανένα ρόλο στη νέα εποχή που θα έλθει.»
 

Αλλά και η Γερμανίδα νεαρή χήρα αγρότισσα που έχασε σύζυγο και αδέλφια στον πόλεμο και πρέπει να αναθρέψει μόνη το κοριτσάκι της, αισθάνεται περισσότερο συνδεδεμένη με τους Γάλλους δραπέτες τους οποίους και βοηθά, παρά με τους αξιωματούχους της χώρας της. Ερωτεύεται μάλιστα τον Maréchal και του δίνεται.
Αλλά και οι Γερμανοί συνοριοφύλακες που πυροβολούν τους δραπέτες, το κάνουν από υποχρέωση και όχι για ευχαρίστηση. « Σταμάτα να πυροβολείς. Είναι πια μέσα στην Ελβετία.», λέει ο ένας στρατιώτη. «Τόσο το καλλίτερο γι αυτούς!» Απαντά ανακουφισμένος ο σύντροφός του.
Κάτι τέτοια μηνύματα δεν αρέσανε φυσικά καθόλου στο ναζιστικό καθεστώς που μερικά χρόνια αργότερα μπήκε στη Γαλλία. Δόθηκε λοιπόν εντολή να μαζευτούν και να καταστραφούν όλες οι κόπιες αυτής της ταινίας. Ο ίδιος ο Γκέμπελς διέταξε την κατάσχεση και καταστροφή του αρνητικού. Ευτυχώς, το πρωτότυπο αρνητικό διασώθηκε από γερμανό κινηματογραφόφιλο που το έστειλε στο Βερολίνο απ' όπου το κατάσχεσαν οι Ρώσοι με την είσοδό τους εκεί και στάλθηκε στο αρχείο της Μόσχας, απ' όπου και τυπώθηκαν οι κατοπινές κόπιες
Στο έργο εκτός από Γαλλικά και Γερμανικά, ακούγονται και Αγγλικά. Έτσι για την μετάφραση των υποτίτλων συνεργάστηκε ολόκληρη οι οικογένεια την οποία και ευχαριστώ.